Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 12 Ἰουλίου 1918
Ἀπό τάς καταθέσεις τῶν περιμαζευθέντων ζητιάνων καί ἀλητῶν ἀποδεικνύεται ὅτι τό μηνιαῖον εἰσόδημα τοῦ καθενός ἐξ αὐτῶν ἐκυμαίνετο μεταξύ 200-600 δραχμῶν κατ’ ἐλάχιστον ὅρον. Διότι ὑπῆρχον μεταξύ αὐτῶν καί οἱ πραγματοποιοῦντες μεγαλείτερα κέρδη. Ἡ ἀποκάλυψις αὐτή δέν μ’ ἐκπλήττει καθόλου. Πρό ἐτῶν εἶχα παρευρεθῇ εἰς τάς συμφωνίας ἑνός παραδόξου ζητιάνου, Ἀβραμιαίας ἡλικίας καί γραφικότητος, μέ κάποιον φίλον μου ζῳγράφον, ὁ ὁποῖος τόν ἐπαζάρευεν ὡς μοντέλλο. Ὁ ζητιᾶνος ἐζητοῦσε δεκαπέντε δραχμάς τήν ἡμέραν καί τό φαγί του, ὁ ζωγράφος προσέφερε δέκα, ὁ ζητιᾶνος ὡρκίζετο εἰς τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του ὅτι τῇς δέκα τῆς βγάζει καί στόν δρόμον καί, ἐπί τέλους, ἐμοίρασαν τήν διαφοράν, κανονίσαντες τήν ἀμοιβήν εἰς δώδεκα δραχμάς. Τήν πρώτην ὅμως Κυριακήν μετά τήν συμφωνίαν ὁ ζητιᾶνος δέν ἐνεφανίσθη εἰς τό ἀτελιέ. Τό ἔργον ἦτο ἀτελείωτον, τά χρώματα ἐστέγνωναν καί ὁ ζῳγράφος ἦτο ἀπηλπισμένος. Ἐξεστρατεύσαμεν μαζῇ πρός ἀναζήτησιν τοῦ μοντέλλου καί τό εὑρήκαμεν εἰς τά σκαλοπάτια μιᾶς ἐκκλησίας.
– Κυριακή δέν ἔρχομαι οὔτε μέ δεκαπέντε δραχμές! ἐδήλωσε κατηγορηματικῶς. Βγάζω περισσότερες!
Ἦσαν δέ, τήν ἐποχήν ἐκείνην, δεκαπέντε δραχμαί περιουσία ὁλόκληρος.
Ἔκτοτε τά εἰσοδήματα τῶν ζητιάνων ηὔξησαν, ἀναμφισβητήτως, μέ τήν κατάργησιν τοῦ μονολέπτου, τοῦ διλέπτου καί τῆς πεντάρας. Τό ὅτι δέ ἀπό τούς εἰσοδηματίας αὐτούς ζοῦν ἐκμεταλλευταί, πράκτορες, ὀργανώσεις ὁλόκληροι ἐπαιτικῶν ἐπιχειρήσεων, ἀποδεικνύει ὅτι τό συνολικόν εἰσόδημά των ἀποτελεῖ ἀξιοσέβαστον κεφάλαιον, τό ὁποῖον θά ἠμποροῦσε νά συντηρήσῃ ἡγεμονικώτατα ὄχι μόνον τούς σημερινούς τροφίμους τοῦ κ. Σίμου, ἀλλά καί ἄλλους τόσους ἀκόμη. Ἀλλά τό κεφάλαιον αὐτό ἀπό ποῦ πηγάζει; Ἁπλούστατα, ἀπό τήν πεντάραν τήν ἰδικήν μου καί τήν δεκάραν τήν ἰδικήν σας. Τί ζητεῖ τώρα ὁ κ. Σῖμος; Ζητεῖ νά τοῦ δώσωμεν, μέ τήν ἄνεσίν μας, ὅ,τι ἐδίναμεν ἕως τώρα εἰς πενταροδεκάρες, ἐνοχλούμενοι, σταυρονώμενοι καί ἀηδιάζοντες, εἰς κάθε μας βῆμα.
Καί ἡ ἀπαίτησις τοῦ κ. ὑπουργοῦ εἶναι λογικωτάτη. Ἐμεῖς τούς ἐζούσαμεν ἕως τώρα τούς κυρίους αὐτούς […] καί τούς ἐπλουτίζαμεν καί κοντά εἰς αὐτούς ἐμπλουτίζαμεν καί τούς ἐκμεταλλευτάς των. Ἐμεῖς λοιπόν ἔχομεν τήν ὑποχρέωσιν νά τούς ζήσωμεν καί τώρα. Διότι τό ὅτι τό Κράτος μᾶς ἐγλύτωσεν ἀπό τήν παρουσίαν των δέν σημαίνει καί ὅτι πρέπει νά ἀναλάβῃ τό ἴδιον τά βάρη των. Αὐτό ἐκ μέρους μας θά ἦτο ἕνα εἶδος ἀναιδείας καί ἕνα εἶδος ἀχαριστίας. Ἐνῷ, προσφέροντες ὅ,τι ἐπροσφέραμεν καί ἕως τώρα, θά ἔχωμεν τοὐλάχιστον τήν βεβαιότητα ὅτι τά χρήματά μας πιάνουν τόπον. […] Ἐκτός ἄν μᾶς ἀρέσῃ τό καταργηθέν θέαμα, ἐκτός ἐάν μᾶς εἶνε ἀπαραίτητα τά προσωπικά συχώρια τῶν πεθαμένων μας, ἐκτός ἄν μᾶς ἱκανοποιῇ τόν ἐγωισμόν μας ἡ χειρονομία τοῦ ἐλεοῦντος. […] Τότε τό πρᾶγμα διαφέρει. Τότε ὁ κ. Σῖμος ἔκαμε πολύ κακά νά περιμαζέψῃ τούς ζητιάνους μας καί νά μᾶς στερήσῃ τήν καθημερινήν μας αὐτήν εὐχαρίστησιν.
Ἐάν ἡ τελευταία αὐτή ὑποψία, τήν ὁποίαν ἐκφράζω μετ’ ἐπιφυλάξεων, ἀποδειχθῇ πραγματικόν γεγονός, ὁ κ. Σῖμος ἠμπορεῖ νά ἐξεύρῃ πάλιν μίαν μέσην λύσιν, τήν ὁποίαν τοῦ ὑποδεικνύω σοβαρώτατα. Νά ἐξαπολύσῃ πάλιν τούς προστατευομένους του εἰς τούς δρόμους. Καί νά τούς βάλῃ νά ζητιανεύουν, ὑπό ἐπίβλεψιν, διά λογαριασμόν πλέον τῆς Περιθάλψεως. Ἔτσι θά ἔχῃ ἀρκετάς εἰσπράξεις ὄχι μόνον διά νά τούς συντηρήσῃ ἡγεμονικώτατα, ἀλλά καί διά νά ἐνισχύσῃ ἀκόμη σημαντικώτατα καί τούς ἄλλους φιλανθρωπικούς ὀργανισμούς τῶν Ἀθηνῶν. […] Ἐγώ τοὐλάχιστον, ἐάν ἤμουν εἰς τήν θέσιν τοῦ κ. Σίμου, ἐάν ἐντός δέκα ἡμερῶν ἔβλεπα ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν Ἀθηναίων διά τήν πρᾶξίν μου ἐξακολουθεῖ νά περιορίζεται εἰς ὡραῖα μόνον λόγια, θά ἐξαπέλυα ὁμαδόν μίαν καλήν πρωίαν τούς λαμπρούς αὐτούς ἀνθρώπους εἰς τούς δρόμους καί θά τούς ἔλεγα:
– Τραβᾶτε, παιδιά μου, καί τή δουλειά σας. Σᾶς θέλω! Μή λογαριάζετε κανέναν. Ἀπό τήν στιγμήν αὐτήν εὑρίσκεσθε ὑπό τήν προστασίαν τοῦ Κράτους.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ