Η ΔΙΑΙΣΘΗΣΙΣ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 14 Ἰουλίου 1918

Ἐβάδιζε κατά μῆκος τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας, πρός τήν στάσιν τοῦ τράμ, μέ ὕφος καί μέ στάσιν ἀνθρώπου ἑτοίμου νά σύρῃ τό περίστροφον καί νά πυροβολήσῃ.

– Γιατί κρατεῖς ἔτσι τό χέρι σου στήν πισινή σου τσέπη; τόν ἐρώτησα. Θέλεις νά βεβαιωθῇς ὅτι τό πιστόλι σου βρίσκεται στή θέσι του; – Θέλω νά βεβαιωθῶ, ἄν βρίσκεται στή θέσι του τό πορτοφόλι μου! μοῦ ἀπήντησε. – Ἔχεις πολλά μέσα; – Τόν μισθόν μου. Ἑξακόσες δραχμές. – Ὁλόκληρον μισθόν; Σέ θαυμάζω. – Μή μέ θαυμάζεις καί πολύ. Πρόκειται περί τοῦ μισθοῦ τοῦ προσεχοῦς Σεπτεμβρίου. – Τότε σέ μακαρίζω. […] Ἐν ᾧ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι καβουρντιζόμεθα ἐδῶ ὑπό τόν Ἥλιον τοῦ Ἰουλίου, ἐσύ, ἀδελφέ μου, βρίσκεσαι στό φθινόπωρον, δροσίζεσαι καί ἴσως ἔχεις καί πρωτοβρόχια. Πῶς νά μή σέ μακαρίσω;

Ἐν τῷ μεταξύ, […] τό τράμ τοῦ Φαλήρου ἐσταμάτησεν ἐμπρός μας καί ἀνερριχήθημεν ἡρωϊκῶς εἰς ἕνα ἐξώστην […]. Ἔξαφνα, ἐν ᾧ ὁ ὁδηγός ἐσάλπιζεν ἀναχώρησιν, ὁ φίλος μου ἐστράφη ἔντρομος καί μοῦ εἶπε: – Μοῦ τό πήρανε! – Ποιό; – Τό πορτοφόλι μου. – Μά ἐσύ τό κρατοῦσες διαρκῶς. Πῶς σοῦ τό πήρανε; – Αὐτό ἀκριβῶς ὑπῆρξεν ἡ δυστυχία μου. Ἄν δέν κρατοῦσα διαρκῶς τό χέρι στά γοφιά μου, ὁ λωποδύτης δέν θά ἐμάντευε ποτέ ὅτι ἐκεῖ πίσω βρίσκεται ἕνα πορτοφόλι, καί μάλιστα σοβαρό πορτοφόλι. Ἐπροδόθηκα! Καί μιά στιγμή, ποῦ ἀπέσυρα τό χέρι μου γιά νά σκουπίσω τόν ἱδρῶτα μου, τό θαῦμα ἔγεινεν. Ἀργεῖ νά γείνῃ τό θαῦμα;

Ὅλα αὐτά, ἐννοεῖται, ἐλέχθησαν εἰς διάστημα δευτερολέπτων, διότι δέν εἴχαμεν καιρόν νά χάνωμεν. Ὁ φίλος μου ἔβαλε τῇς φωνές, οἱ χωροφύλακες προσέτρεξαν καί ἡ ἀναχώρησις τοῦ τράμ ἀνεστάλη. […] Αἱ ἔξοδοι ἐκλείσθησαν ἀμέσως καί ἡ σωματική ἔρευνα τῶν ἐπιβατῶν ἤρχισε δραστηρίως καί χωρίς ἐξαίρεσιν, ἐν μέσῳ διαμαρτυριῶν. […] Ἐψάχθησαν ὅλοι, ἐξαιρουμένων, ἐννοεῖται, τῶν κυριῶν, διά τό ψάξιμον τῶν ὁποίων φαίνεται ὅτι ἐχρειάζοντο ἰδιαίτεραι διατυπώσεις. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ ἔρευνα δέν ἔφερε τίποτε εἰς φῶς. […] Καί ὁ ὁδηγός μέ τήν ἄδειαν τοῦ χωροφύλακος, ἐσάλπισε πάλιν ἀναχώρησιν, ἐν ῷ ὁ φίλος μου ὑφίστατο τούς λογχισμούς τῶν ἀγρίων βλεμμάτων ὅλου ἐκείνου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἐνοχληθῇ καί ἀτιμασθῇ ἐξ αἰτίας του. […]

Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τήν Διασταύρωσιν, ὁ φίλος μου μοῦ εἶπε μέ ὕφος ἐμπνευσμένον: – Δέν μοῦ βγαίνει ἀπ’ τό νοῦ μου, ὅτι τό πορτοφόλι μοῦ τὤκλεψε αὐτή ἡ κυρία, ποῦ κατεβαίνει. – Πῶς τό ὑποθέτεις; – Τό διαισθάνομαι. Εἶμαι βέβαιος… – Τί περιμένεις λοιπόν, ἀφοῦ εἶσαι βέβαιος; – Δέν περιμένω τίποτε. Θά βάλω νά τήν ψάξουν, κι’ ἄς εἶνε ὅποια εἶνε. Ἐκλήθη καί πάλιν ὁ χωροφύλαξ, ὁ ὁποῖος, μετά τούς ἀπαραιτήτους ἐνδοιασμούς, ἀπεφάσισε νά προβῇ εἰς τό καθῆκον του, ἐπικαλεσθείς τήν συνδρομήν μιᾶς παρατυχούσης γυναικός τοῦ λαοῦ. – Ψάξε τήν κυρία, σέ παρακαλῶ. Ἡ κυρία ὕψωσεν οὐρανομήκεις διαμαρτυρίας. – Μέ συγχωρεῖτε, κυρία μου, ἀλλά πρέπει νά κάμω τό καθῆκόν μου… – Νά τό κάνῃς, ἀλλά μάθε πῶς δέν εἶνε κατάστασις αὐτή. Ὁρίστε μας! Καί προητοιμάσθη νά λιποθυμήσῃ. – Ψάξε τήν κυρία, σοῦ λέω!

Ἡ γυναίκα τοῦ λαοῦ ἐψηλάφησεν εὐλαβῶς τήν ἡμιλιπόθυμον κυρίαν καί ἀπεφάνθη ὅτι τίποτε, ὁμοιάζον μέ πορτοφόλι, δέν ἐκρύπτετο εἰς τό ἱματισμόν της. Νά ἀπογοήτευσις! […] – Καί ὅμως αὐτή μοῦ τὤχει κλέψει. Αὐτή! Ἡ διαίσθησις δέν ἀπατᾷ ποτέ… – Μά, Χριστιανέ μου, τοῦ εἶπα, πρέπει νά παραδεχθῇς ὅτι κατήντησες ἀνυπόφορος. Εἶδες πολύ καλά, ὅτι ἡ γυναίκα δέν εἶχε τίποτε ἀπάνω της. – Καί ὅμως τό ἔχει. Τό ἔχει, ὅπως σέ βλέπω καί μέ βλέπεις. Τό ἔχει χωμένο στό στῆθός της. Δέν τήν ἔψαξαν στό στῆθος… Ἡ πεποίθησις τοῦ φίλου μου ἦτο τόσον στερεά ριζωμένη μέσα του, ὥστε θά ἠμποροῦσε νά φθάσῃ μέχρι τῶν γυναικείων ἀδύτων διά νά τήν πιστοποιήσῃ. Καί ὁμολογῶ ὅτι ἄρχισε νά μέ πείθῃ κ’ ἐμένα. Ποῦ τό ξέρει κανείς; Ἡ διαίσθησις εἶνε, τῷ ὄντι, μέγα πρᾶγμα.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

 

Απόψεις

Τί συμβαίνει μέ τήν χρυσῆ λίρα

Εφημερίς Εστία
Γιατί οἱ Ἕλληνες τήν ἐπιλέγουν ὡς ἐπένδυση – Ἡ τιμή της ἔχει ἀπογειωθεῖ καί συνεχίζει νά ἀνατιμᾶται – Τί δείχνουν τά στοιχεῖα τῶν ἀγοραπωλησιῶν ἀπό τήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Κύριος ἀπουσιάζει

Μανώλης Κοττάκης
Διανύουμε μία περίοδο τοῦ χρόνου πού ἐκπαιδεύουμε τούς ἑαυτούς μας στό ὄνειρο, στήν φιλοδοξία, στήν ἐλπίδα, στήν προοπτική ὅτι τά πράγματα θά ἀλλάξουν.

Κατέπεσε τό ἀεροσκάφος τοῦ Λίβυου Α/ΓΕΕΘΑ κοντά στήν Ἄγκυρα

Εφημερίς Εστία
Iδιωτικό ἀεροσκάφος Falcon 50, στό ὁποῖο ἐπέβαιναν πέντε ἐπιβάτες, συμπεριλαμβανομένου τοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ Ἐπιτελείου τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τῆς Λιβύης, στρατηγοῦ Μοχάμεντ Ἀλί Ἀχμέντ-ἀλ Χαντάντ, ἐχάθη ἀπό τίς ὀθόνες τῶν ραντάρ μετά τήν ἀπογείωσή του ἀπό τό ἀεροδρόμιο Ἐσένμπογκα τῆς Ἄγκυρας.

Ὁ Μίκης, ὁ Σεφέρης, ὁ Καλδάρας, ὁ Μούτσιος καί ἡ ἄνω τελεία

Δημήτρης Καπράνος
Μέ τόν ἐξαίρετο μουσικό καί ἄνθρωπο Ἀπόστολο Καλδάρα συνεργάσθηκα ἐπί ἕνα χρόνο, στήν ἐκπομπή τῆς δημοσίας τηλεοράσεως «Ἀφετηρίες».

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ Η ΒΑΤΡΑΧΟΣΟΥΠΑ