Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 6 Σεπτεμβρίου 1925
Ἐδιάβαζα, σήμερον, εἰς μίαν γαλλικήν ἐφημερίδα, κάποιο φιλοσοφικόν ἄρθρον. Ὁ συγγραφεύς του ἐξήταζε, διά χιλιοστήν φοράν, ἕνα παλαιόν θέμα. Ἐάν δηλαδή ἡ ἐπιστήμη κάνει τούς ἀνθρώπους καλυτέρους, ἀγαθωτέρους, περισσότερον ἀνθρώπους, ἐπί τέλους. Καί τό συμπέρασμά του, ἕνα συμπέρασμα στηριζόμενον ἐπί ἱστορικῶν παρατηρήσεων καί συγκρίσεων, ἦτο ὅτι ἡ γνῶσις καί ἡ μάθησις δέν ἀλλάζουν καθόλου τόν ἄνθρωπον. Μπορεῖ νά τόν κάνουν σοφώτερον, ὄχι ὅμως καί καλύτερον.
Τό πρᾶγμα ἄλλως τε εἶναι τόσον ἁπλοῦν, ὥστε δέν χρειάζεται καί πολλή σοφία γιά νά τό καταλάβει κανείς. Ἐάν ἡ πρόοδος τῶν ἐπιστημῶν ἔκαμνε καλυτέρους τούς ἀνθρώπους, τότε ὁ κόσμος, ἐπί τῶν ἡμέρων μας, θά ἔπρεπε νά κατοικεῖται ἀπό ἀγγέλους. Καί ὅμως ποτέ ὁ Διάβολος δέν εἶχε τόσους ὑπηκόους ἐπί τῆς γῆς, ὅσους ἔχει σήμερον.
Ἀπό τά ἐπιχειρήματα ὅμως πού ἐπικαλεῖται ὁ συγγραφεύς τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ ὑπέρ τῆς γνώμης του, μοῦ ἀρέσει ἐξαιρετικά τό ἑξῆς: Λέγουν – παρατηρεῖ– ὅτι οἱ ἀστρονόμοι γενικῶς εἶναι ἄνθρωποι ἀγαθοί, πρᾶοι καί μετριόφρονες. Γιατί; Διότι ἀντικρύζουν διαρκῶς τό θέαμα τοῦ ἀπείρως μεγάλου, εἰς τήν κίνησιν τῶν κόσμων, καί, βλέποντες πόσον ἀσήμαντον θέσιν κατέχει ὁ ἄνθρωπος –καί οἱ ἴδιοι ἑπομένως– εἰς τό Διάστημα, χάνουν κάθε ματαίαν ὑπερηφάνειαν, ἀντιλαμβάνονται τήν ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων, ἐννοοῦν πόσον ἀστεῖα εἶναι τά πάθη καί τά μίση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί γίνονται γενικῶς καλύτεροι καί ἀγαθώτεροι.
Καί ὁ συγγραφεύς ἐξακολουθεῖ. Ἀντιθέτως λοιπόν, οἱ μικροβιολόγοι, οἱ ἀντικρύζοντες καθημερινῶς τό ἀπείρως μικρόν, εἰς τόν κόσμον τῶν μικροβίων, καί βλέποντες πόσον ἀνώτερος καί μεγαλύτερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος –ἑπομένως καί οἱ ἴδιοι–ἀπέναντι ἑνός μικροβίου, θά ἔπρεπε νά εἶναι ἄνθρωποι ὑπερόπται, ἀκατάδεκτοι, σκληροί καί, ἑπομένως, μέ μίαν λέξιν ἀνυπόφοροι.
Ἀλλά ποῖος –ἐρωτᾶ τελειώνων τό ἄρθρον του– μπορεῖ νά ὑποστηρίξη σοβαρῶς ἕνα τέτοιο πρᾶγμα; Ἀστρονόμοι καί μικροβιολόγοι εἶναι ὅ,τι τούς ἔκαμεν ἡ Φύσις. Καί ἕνας ἀμαθής ψαρᾶς μπορεῖ νά τούς βάλη κάτω, καί τούς μέν καί τούς δέ, εἰς καλωσύνην, εὐγένειαν καί ἀνθρωπισμόν.
Ἰδού κάτι πού θά ἔπρεπε νά τό χωνέψωμεν, ἐπί τέλους. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἔχουν τήν ἀφέλειαν νά λένε στά παιδιά τους:
– Παιδί μου, κοίταξε νά μάθης γράμματα γιά νά γίνης καλός ἄνθρωπος!
Καί περιμένουν ἀπό τά γράμματα νά κάμουν τό θαῦμα των, ἀδιαφοροῦντες γιά ὅλα τά ἄλλα.
– Μήν κοιτᾶς ἐμένα πῶς κατήντησα! ἔλεγε πρό ἐτῶν πρός τό παιδί του ἕνας λωποδύτης, ὁδηγούμενος εἰς τήν φυλακήν. Ἐμένα οἱ γονεῖς μου δέν μέ μάθανε γράμματα καί ἔγινα ὅ,τι ἔγινα. Γι’ αὐτό, παιδί μου, σοῦ λέω ἐσένα, καθημερινῶς, νά μάθεις γράμματα καί νά πηγαίνεις τακτικά στό σχολεῖο σου.
Ὁ υἱός τοῦ λωποδύτου, πού ἔμαθε γράμματα, δέν ἔγινεν λωποδύτης. Ἔγινε διαρρήκτης.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ