Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 10 Ἰουνίου 1924
Διά τάς περιπλόκους ἀσθενείας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς γνωστόν, ποῖος περισσότερον, ποῖος ὀλιγώτερον, εἶνε ἰατροί.
Δέν ἠμποροῦσαν, ἑπομένως, νά λείψουν καί εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς παρούσης στιγμῆς.
-Καί, ἐν τούτοις, κύριε –μοῦ ἔλεγε χθές κάποιος ἀπό τούς ἰατρούς αὐτούς– ὑπάρχει ἕνα ἁπλούστατον καί πρακτικώτατον φάρμακον, διά νά καταπολεμηθοῦν ριζικῶς αἱ καταχρήσεις.
-Ποῖον; Τόν ἐρώτησα μέ διαιολογημένον ἐνδιαφέρον.
-Νά μή διορίζωνται, ἁπλούστατα, εἰς θέσεις διαχειριστῶν ἄνθρωποι νέοι.
-Φρονεῖτε, λοιπόν, ὅτι ἡ νέα γενέα;…
-Δέν πρόκειται περί αὐτοῦ, φίλε μου. Ὅλαι αἱ γενεαί, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν δεκατεσσάρων ἀπό Ἀρβαάμ μέχρις Ἰωσήφ, εἶνε πάρε τή μία, χτύπα τήν ἄλλη. Πρόκειται περί τοῦ ὅτι ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ ἀνθυπολοχαγός λόγου χάριν διαχειριστής, δέν εἶνε ὅπως ἕνας γέρος. Ἔχει παλμόν ζωῆς μέσα του. Θέλει νά γλεντήσῃ, νά χαρῇ, νά πανηγυρίσῃ τήν νεότητά του. Ὁ πειρασμός, ἑπομένως, τοῦ χρήματος εἶνε μέγας πειρασμός διά τήν ἡλικίαν του. Πῶς τό θέλετε; Δέν ἀντέχει. Βουτάει κ’ ὅ,τι βρέξῃ ἄς κατεβάσῃ.
-Ἡ τόλμη τῆς νεότητος…
-Βεβαιότατα! Ἡ νεότης τολμᾶ, ριψοκινδυνεύει, ἀψηφεῖ τούς κινδύνους. Ἡ τόλμη της φθάνει καί μέχρις αὐτοκτονίας.
Εἴδατε κανένα γέρο ν’ αὐτοκτονήσῃ: Καί ἄν εὑρεθῇ κανείς, σημαίνει ὅτι ἔχει νεανικήν ψυχήν εἰς τά στήθη του.
Ἔπειτα, ἡ νεότης εἶνε αἰσιόδοξος. Τά βλέπει ὅλα ρόδινα. Φαντάζεται ὅτι ὅλα θά τελειώσουν καλά…
-Ἐνῷ τό γῆρας;
-Τό γῆρας, φίλε μου, εἶνε δειλόν, ἄτολμον, νωθρόν. Ὑπολογίζει, διστάζει, συλλογίζεται τάς συνεπείας. Πῶς νά καταχρασθῇ ἕνας γέρος ἄνθρωπος τά χρήματα, ποῦ τοῦ ἐμπιστεύονται; Τρέμει καί τόν ἤσκιο του! Ἔπειτα, ἔχει οἰκογένειαν. Συλλογίζεται τά παιδιά του. Σκέπτεται τή συνταξούλα του, διά τήν ὁποίαν ἔχει ἀγωνισθῇ μιά ὁλόκληρη ζωή. Νά τήν πετάξῃ ἔτσι στούς δρόμους; Ἔπειτα, τό περιθώριον τῆς ζωῆς του εἶνε μικρόν. Δέν τοῦ περισσεύει καί γιά μερικά χρονάκια φυλακῆς. Σκέπτεται, ὅτι μπορεῖ νά τελειώσῃ τάς ἡμέρας του στή φυλακή. Πόσα πράγματα! Ἐκτός αὐτοῦ, ἔχει τήν κεκτημένην ταχύτητα τῆς τιμιότητος. Δέν τοῦ εἶνε εὔκολον νά ἀλλάξῃ συνηθείας. Δέν τοῦ εἶνε εὔκολον νά ἀλλάξῃ συνηθείας. Θά πεθάνῃ πτωχός καί τίμιος. Τό σπουδαιότερον ὅμως…
-Ὑπάρχει καί σπουδαιότερον;
-Βεβαιότατα! Τό σπουδαιότερον εἶνε ἡ ἔλλειψις εὐκινησίας, οἱ ρευματισμοί, τό λαχάνιασμα στό δρόμο. Γιά νά κλέψῃ κανείς, πρέπει εἰς ὡρισμένην στιγμήν νά εἶνε ἕτοιμος νά τό σκάσῃ. Ἀλλά πῶς νά τό σκάσῃ ἕνας ἄνθρωπος, ποῦ λαχανιάζει ὕστερ’ ἀπό δέκα βήματα; Θά τόν τσακώσουν στό ἑνδέκατον καί θά γίνῃ καί μασκαρᾶς τῶν σκυλιῶν. Καί τό κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, ποῦ νά τά χρησιμοποιήσῃ τά κλεμένα ἕνας γερός; Νά τά φάῃ μέ τῇς γυναῖκες; Τό χρῆμα, βεβαίως, εἶν’ ἐκεῖνο ποῦ κάμνει τόν πόλεμον. Γιά τόν πόλεμον ὅμως χρειάζονται πρό πάντων ὅπλα. Καί ὅλα τά ὅπλα δέν ἀγοράζονται μέ χρήματα, οὔτε ἐπισκευάζονται! Καί ὁ ἄνθρωπος μέ τό γιατροσόφι κατέληξεν:
-Ὅλα, λοιπόν, αὐτά τά χαρίσματα τοῦ γήρατος εἶνε παράγοντες τιμιότητος. Καί ταυτοχρόνως παράγοντες ἀσφαλείας διά τόν δημόσιον θησαυρόν. Τόπον, λοιπόν, εἰς τούς γέροντας!
Τό γιατροσόφι δέν εἶνε, νομίζω, ἀξιοπεριφρόνητον. Καί μία δοκιμή δέν θά ἔβλαπτε. «Πειρατέον», ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἀφεντούλης εἰς τήν Φαρμακολογίαν του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ