Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 14 Νοεμβρίου 1925
Οἱ ὡραιοπαθεῖς δέν εὑρίσκονται, ὅπως θά ὑπέθετε κανείς, μόνον εἰς τάς τάξεις τῶν λογίων ἐστέτ, τῶν ζηλωτῶν τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλδ. Ὑπάρχουν καί μεταξύ ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι καλλιεργοῦν την ὠραιοπάθειάν των εἰς τήν σκιάν, χωρίς ἀξιώσεις καί χωρίς φιλοδοξίας. Ἕναν ὡραιοπαθῆ τοῦ εἴδους αὐτοῦ εἶχα γνωρίσει, πρό ὀλίγων μηνῶν. Ἦτο ἕνας ἀγαθώτατος καί συμπαθητικώτατος γεροντάκος, πού δέν εἶχε γνωρίσει ποτέ τόν ποιητήν τοῦ «Ντόριαν Γκρέυ». Οὔτε τόν ὑπωπτεύετο κἄν. Ἐπροσπαθοῦσεν, ὅμως, εἰς τήν μετριόφρονα ζωήν του, νά δημιουργήση καί αὐτός ἀπό τόν ἑαυτόν του ἕνα ἔργον τέχνης. Τήν προσπάθειάν του αὐτήν δέν τήν εἶχε φέρει εἰς τό κοινόν. Τήν ἐκαλλιέργει εἰς τούς κόλπους τῆς οἰκογενείας του. Καί μόνον μία ἀκριτομυθία τῶν οἰκείων του, διά τήν ὁποίαν ἦτο ἀπαρηγόρητος, τήν ἔφερεν εἰς τό ἀδιάκριτον φῶς.
Ὁ παλιός ὡραιοπαθής, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἀρχίσει νά φοβῆται τόν μεγαλύτερον ἐχθρόν κάθε ὡραιότητος, τό γῆρας, καί ἤθελε νά βεβαιωθῇ ὅτι παλαίει νικηφόρως ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ὑπέβαλλε τόν ἑαυτόν του εἰς μίαν συμπαθητικήν κριτικήν. Ἀργά τήν νύκτα, μόνος, εἰς τήν κλίνην του, μέ τάς σκέψεις καί τάς ἀναμνήσεις του, ἐκάλει κάποτε τήν ἀγαπητήν σύντροφον τῶν μακρῶν του ἡμερῶν:
– Ἑλένη! Ἑλένη!
Ἡ ἀφοσιωμένη σύντροφος ἔτρεχεν ἀνήσυχη στό δωμάτιόν του.
– Τί τρέχει, Γιάννη μου; Ἔχεις τίποτε;
– Τίποτε, παιδί μου. Γιά πές μου: Κοιμᾶμαι ὄμορφα;
Ἡ ἀγαθή γυναῖκα τόν ἐπέπληττεν ἐλαφρά διά τήν ἀνησυχίαν πού τῆς ἔδινε, ἀλλά, σεβόμενη τήν ἀδυναμίαν του, τοῦ ἀπαντοῦσε γλυκύτατα.
– Ὄμορφα κοιμᾶσαι, Γιάννη μου.
Ἐκεῖνος ἐγύριζεν ἀπό τό ἄλλο πλευρόν καί ἀπεκοιμᾶτο εὐτυχής.
Κάποτε πάλιν, ἐνῶ ἔφευγεν ἀπό τό σπίτι, σταματοῦσεν ἔξαφνα εἰς τήν αὐλήν τοῦ σπιτιοῦ του καί ἐκάλει πάλιν τήν κριτικήν, ν’ ἀποφανθῇ.
– Ἑλένη! Ἑλένη!
Ἡ ἀγαθή γυναῖκα ἔτρεχε στό παράθυρον.
– Τί τρέχει, Γιάννη μου; Ξέχασες τίποτε;
– Τίποτε, παιδί μου. Γιά πές μου: Περπατάω ὄμορφα;
Ἐκείνη χαμογελοῦσε, γλυκύτατα, καί τοῦ ἀπαντοῦσε:
– Ὄμορφα περπατεῖς, Γιάννη μου.
Καί ἐξακολουθοῦσε τρισευτυχισμένος τόν δρόμον του.
Ἄλλοτε πάλιν, γύρω ἀπό τό οἰκογενειακόν τραπέζι:
– Ὄμορφα μιλάω, Ἑλένη μου;
– Ὄμορφα μιλᾶς, Γιάννη μου.
Καί ἐξακολουθοῦσε μακαρίως τήν διήγησιν τῆς παλαιᾶς ἱστορίας, πού δέν εἶχε τέλος.
Πρό ὀλίγων ἡμερῶν, ὁ γεροντάκος ἀπέθανε. Καί ὁ καλός Θεός, πού ἐγνώριζε τήν ψυχήν του, τοῦ ἐχάρισε καί τήν τελευταίαν ὡραιότητα τοῦ θανάτου. Ἐπάνω στήν νεκρικήν του κλίνην, ἐφαίνετο βυθισμένος σ’ ἕνα γλυκύτατον ὕπνον, τόν ὕπνον τοῦ δικαίου. Τά χείλη του δέν ἐκινήθησαν νά ἐπαναλάβουν εἰς τήν ἀφωσιωμένην σύντροφον τῶν μακρῶν του ἡμερῶν, πού ἔσκυβεν ἀπαρηγόρητη ἐπάνω στόν αἰώνιον ὕπνον του, τήν παλαιάν συμπαθητικήν ἐρώτησιν:
– Κοιμᾶμαι ὄμορφα, Ἑλένη μου;
Ἡ πιστή του σύντροφος, ὅμως, θά μποροῦσε νά τοῦ ἀπαντήση, μέ ὅλην τήν εἰλικρίνειαν πού ὀφείλομεν εἰς τούς νεκρούς:
– Ὄμορφα κοιμᾶσαι, Γιάννη μου.
Καί φαίνεται ὅτι θά τοῦ τό ἐψιθύρισε κάποιαν στιγμήν, καθώς τοῦ κρυφομιλοῦσε, σκυμμένη ἐπάνω στό ὠχρόν του μέτωπον, διότι ἕνα φῶς οὐρανίας ὡραιότητος εἶχε χυθῇ στήν ὄψιν του. Ποτέ δέν εἶχε κοιμηθῇ τόσον «ὄμορφα», ὅπως ἐκοιμᾶτο τώρα, μέσα στά ἄνθη, τά ραντισμένα ἀπό τά δάκρυα τῶν ἀγαπημένων του.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

