ΕΝΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΝ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 25 Σεπτεμβρίου 1923

Μοῦ ἔφεραν μίαν ὑπηρέτριαν. Δέν μοῦ τήν ἔφεραν ἀπό κανένα νησί ἤ ἀπό καμμίαν ἀκρώρειαν τῆς Ἑλληνικῆς γῆς. Μοῦ τήν ἔφεραν ἀπό τά βάθη τῶν χρόνων. Καί δι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁμιλῶ περί φαινομένου. Ὁ καλός ἄνθρωπος, ποῦ μοῦ τήν ἐπρομήθευσεν, εὐσπλαχνιθείς τά δεινά μου, μοῦ εἶπεν:

-Σοῦ προσφέρω ἕνα θησαυρόν! Τό κορίτσι αὐτό ἔφυγεν εἰς ἡλικίαν πέντε ἐτῶν ἀπό τό Ἡράκλειον τῆς Κρήτης. Ὀρφανό ἤ ἔρημο τό ἐπῆρε κἄποιος Χριστιανός καί τό ἔφερε στή Σύρα. Ἐκεῖ τό ἐτοποθέτησεν εἰς ἕνα σπίτι. Εἰς τό σπίτι αὐτό ἔμεινεν εἴκοσι χρόνια. Ἐμεγάλωσε, ἔμαθε ὅλες τῇς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ἐπρόκοψε, ἔγινε μία τελεία ὑπηρέτρια καί λιγάκι μαγείρισσα. Δέν ἔχει κανένα συγγενῆ στόν κόσμο, δέν πατεῖ τό ποδάρι της ἔξω ἀπό τό σπίτι, μέ δυό λόγια, εἶνε ἡ ἰδεώδης ὑπηρέτρια.

-Ἡ ὑπηρέτρια, δηλαδή, τοῦ παλαιοῦ καιροῦ! τοῦ εἶπα. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ σπιτιοῦ, τό μέλος τῆς οἰκογενείας, ὁ σύντροφος τῶν καλῶν καί τῶν κακῶν ἡμερῶν, ποῦ δέν ἔφευγεν ἀπό ἕνα σπίτι, παρά γιά νά παντρευθῇ μέ τήν εὐχή τῶν ἀφεντικῶν της, ὅταν δέν ἐγηροκομοῦσεν ἐκεῖ μέσα.

-Ἀκριβῶς! Αὐτήν τήν σπανιότητα σοῦ φέρνω… μοῦ εἶπεν ὁ καλός ἄνθρωπος.

-Καί πῶς ἔφυγεν ἀπό τό σπίτι, ποῦ τήν ἐπαιδοκόμησαν; ἐρώτησα.

-Οἱ κακοί καί φθονεροί ἄνθρωποι δέν λείπουν! Καί οἱ ἄνθρωποι ἔκαμαν τό καθῆκον των. Τῆς ἔβαλαν λόγια, τῆς ἐσήκωσαν τά μυαλά. Τῆς εἶπαν ὅτι ὁ μισθός ποῦ ἔπαιρνε, ἦτο τιποτένιος, ὅτι στήν Ἀθήνα μία ὑπηρέτρια πληρώνεται ὅσο καί ἕνας ὑπουργός. Τήν ἐβεβαίωσαν, ὅτι, ἄν μείνῃ στό σπίτι, ποῦ ἔμενε, δέν θά παντρευθῇ ποτέ, διότι τά ἀφεντικά της ἔχουν συμφέρον νά μή τήν παντρέψουν, γιά νά τήν ἔχουν σκλάβα αἰωνίως. Κουτό καί ἄβγαλτο κορίτσι τούς ἐπίστευσε.

Καί, ἕνα καλό πρωί ἐπῆρε τό μπογαλάκι του, ἐμπαρκάρισε στό βαπόρι καί ἔφθασε στήν Ἀθήνα, ὅπου τήν εἶχαν βεβαιώσει –χωρίς νά ἔχουν καί ἀπολύτως ἄδικον– ὅτι εὑρίσκεται ὁ Παράδεισος τῶν ὑπηρετριῶν. Ἡ τύχη σου τήν ἔβγαλε μπροστά μου.

Καί ἐπειδή ἐγνώριζα, ὅτι δέν ἔχεις ὑπηρέτρια, σοῦ τήν ἔφερα. Εὐχαρίστησα τόν καλόν ἄνθρωπον καί παρέλαβα τόν θησαυρόν. Ἦτο ἀκριβῶς, ὅπως μοῦ τόν εἶχε περιγράψει.

Κάτι καλλίτερον ἀκόμη! Ὡρισμένως δέν θά ἔλεγε κανείς, ὅτι ἡ σεμνή καί ἐργατική αὐτή κοπέλα, μέ τό πρωτογενές της ντύσιμο, τούς ἁπλοϊκούς τρόπους καί τό ἐξαφανισθέν ἀπό τόν κόσμον καί τήν χρηστομάθειαν «κάλλιστον χρῶμα τῆς αἰδοῦς» εἰς τό πρόσωπον, εἶχε φθάσει ἀπό σύγχρονον κοινωνίαν ἀνθρώπων. Θά ὡρκίζετο κανείς, ὅτι ἔφθανεν ἀπό τά βάθη τῶν χρόνων, ὅπου εἶχεν ὑπηρετήσει πρός μιᾶς στιγμῆς τόν προπάππον μας καί τήν προμάμμην μας.

-Τί μισθόν θέλεις, κορίτσι μου; τήν ἐρώτησα.

Ἐκοκκίνησεν ἀπό τήν πεζήν καί ἀναξίαν ἐρώτησιν, ποῦ τῆς εἶχα κάμει.

-Νά μέ ἰδῆτε πρῶτα, κύριε… ἐψιθύρισε. Καί ὅ,τι ἀξίζω νά μοῦ δώσετε.

Ἔκαμα νοερῶς τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Ἄν κρατῇ ὁ Θεός τόν κόσμον αὐτόν, εἶπα ἀπό μέσα μου, εἶνε διότι εὑρίσκονται ἀκόμη, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί ἀθῶα πλάσματα. Καί ἐμακάρισα τόν ἑαυτόν μου διά τήν εὐτυχίαν μου.

Ἀλλά ἡ εὐτυχία μου δέν ἦτο γραμμένον νά ἐξακολουθήσῃ πολύ. Τό ἄλλο πρωί ἄρχισαν οἱ ἀναστεναγμοί, τά κρυφά δάκρυα, τά ἀπελπιστικά κινήματα.

-Τί ἔπαθες, Μαρία; Ὑποφέρεις ἀπό τίποτε; Σοῦ κακομίλησε κανείς; Σοῦ πέφτουν βαρειές ᾑ δουλειές; Μήπως δέν εἶσαι εὐχαριστημένη ἀπό τό σπίτι μας;

Τό κάλλιστον χρῶμα τῆς Χρηστομαθείας ἐχύθη πάλιν εἰς τά μάγουλά της.

-Ὄχι κύριε! Ὁ Θεός θά μέ κολάσῃ νά πῶ, πῶς ἔχω κανένα παράπονο ἀπό σπίτι σας. Εἶμαι πολύ εὐχαριστημένη. Μ’ ἔχετε σάν παιδί σας. Δέν θά μπορέσω ὅμως νά κάνω μαζῆ σας. Θ’ ἀρρωστήσω, θά πεθάνω, τό καταλαβαίνω…

-Γιατί, Μαρία;

-Γιατί λυπᾶμαι τό σπίτι, ποῦ ἤμουνα. Εἴκοσι χρόνια ἔκανα στά χέρια τους. Τούς ἀγάπησα. Δέν μπορῶ νά κάνω μακρυά τους.

-Γιατί λοιπόν ἔφυγες, παιδί μου;

-Ἄς ὄψωνται οἱ κακοί ἄνθρωποι, ποῦ μοῦ σηκώσανε τά μυαλά!

Ἐπροσπάθησα νά τήν πείσω, ὅτι θά συνηθίσῃ, ὅτι θά λησμονήσῃ.

-Τί λέτε, κύριε; μοῦ εἶπεν. Ὅταν συλλογίζωμαι τό κοριτσάκι τῆς κυρίας μου, ποῦ κρεμάστηκε στό λαιμό μου τήν ἡμέρα, ποῦ ἔφευγα, καί μοῦ φώναζε κλαίοντας: «Ποῦ πᾶς, Μαρία; Ποῦ μᾶς ἀφίνεις; Τί θά γίνω ἐγώ, χωρίς ἐσένα;»… ὅταν τό συλλογίζωμαι, κύριε, αὐτό…

Δέν ἠμπόρεσε ν’ ἀποτελειώσῃ τήν φράσιν της. Λυγμοί τήν ἔπιασαν καί τά δάκρυα ἐχύθησαν ποτάμι ἀπό τά μάτια της.

-Καλά, παιδί μου! τῆς εἶπα. Μή κλαῖς. Ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά κάνῃς, θά ξαναγυρίσῃς στή Σύρα. Δέν μπορῶ νά σέ κρατήσω μέ τό στανιό.

Τό φῶς τῆς χαρᾶς ἐχύθη ἐπάνω εἰς τά δάκρυά της κ’ ἕνα οὐράνιον τόξον εὐτυχίας ἐσχηματίσθη ἐπάνω εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἀθώου πλάσματος.

-Πότε φεύγει, κύριε, βαπόρι γιά τή Σύρα;

-Αὔριο, τό βράδυ, φεύγει! τῆς εἶπα. Ἀλλά ἐσύ, παιδί μου, δέν εἶσαι γιά τή Σύρα. Ἐσύ εἶσαι γιά τό Ἱστορικόν Ἐθνολογικόν Μουσεῖον, νά περνάῃ ὁ κόσμος καί νά σέ καμαρώνῃ μέσα στή γυάλα! Καί ἦτο πράγματι.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Ζήτημα «τουρκικῆς μειονότητος» στά Δωδεκάνησα ἔθεσε γιά πρώτη φορά ὁ Ἐρντογάν

Εφημερίς Εστία
Γιά τουρκική μειονότητα «τῆς Ἑλλάδος» ὁμίλησε ὁ Τοῦρκος Πρόεδρος, γιά μουσουλμανική μειονότητα «τῆς Θράκης» ὁ Πρωθυπουργός – Ἔθαψαν τόν βυζαντινό πολιτισμό γιά χάρη τοῦ …Ἰσλάμ – Συμβιβασμός Μητσοτάκη μέ τήν ἀπόφαση γιά μετατροπή τῆς Μονῆς τῆς Χώρας σέ τζαμί μέ ἀντάλλαγμα …ἐπισκέψεις σέ συγκεκριμένες ὧρες!

Ὁ Καραμανλῆς, ὁ Ἀνδρόνικος καί τό VMRO

Μανώλης Κοττάκης
ΥΠΑΡΧΟΥΝ τρία δεδομένα, τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νά ἀγνοήσουμε ὅταν ἀναλύουμε τό μακεδονικό – σκοπιανό ζήτημα.

Στά πρόθυρα χρεοκοπίας ἡ Ἄγκυρα

Εφημερίς Εστία
Ἄγκυρα.– Τήν ἐφαρμογή ἑνός τριετοῦς σχεδίου περικοπῶν τῶν δημοσίων δαπανῶν ἀνεκοίνωσε ἡ τουρκική κυβέρνησις, ὑπογραμμίζοντας τήν ἀνάγκη νά καταπολεμηθεῖ ὁ πληθωρισμός ὁ ὁποῖος ἔφθασε τόν Ἀπρίλιο τό 70% σέ ἐτήσια βάση, ὁδηγῶντας τήν χώρα στά πρόθυρα τῆς χρεοκοπίας.

Ἕνας περαστικός στό Γαλάτσι μέ τό καπελλάκι στραβά

Δημήτρης Καπράνος
Ἡ ἄποψη μας γιά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς Ἀλβανίας στήν Ἀθήνα μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ μέ μία καί μόνη λέξη: «Γελοιότης»!

Πέμπτη, 14 Μαΐου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
O ΚΟΣΜΟΣ ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ