ΕΜΠΟΡΟΙ, ΤΟΝ ΝΟΥ ΣΑΣ!

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 5 Νοεμβρίου 1918

Ἕνας ναύτης φορτηγοῦ ἀτμοπλοίου, ἀναχωρήσαντος ἐσχάτως διά κἄποιον Ἀγγλικόν λιμένα, ἀπεφάσισε νά γείνῃ καί αὐτός πλούσιος, διενεργῶν κἄποιο εἰσαγωγικόν μικροεμπόριον τοῦ ποδαριοῦ. Πλούσιος δηλαδή εἶνε ἕνας τρόπος τοῦ λέγειν. Ὁ δυστυχής οἰκογενειάρχης θά ἦτο εὐχαριστημένος νά κερδίσῃ τρεῖς-τέσσαρες τό πολύ χιλιάδες δραχμές εἰς τήν ἐποχήν τοῦ γενικοῦ πλουτισμοῦ. Αὐτή ἦτο ὅλη ἡ φιλοδοξία του, ἡ ὁποία δέν ἠμπορεῖ βέβαια νά τόν ἀποστερήσῃ τῶν συμπαθειῶν μας. Ἐδανείσθη λοιπόν ὁ φτωχός ὀλίγα ἑκατοστάρικα καί ἐμπαρκάρισεν.

Ὅταν ἔφθασεν εἰς τόν Ἀγγλικόν λιμένα τοῦ προορισμοῦ του, ἔκαμεν ἕνα γῦρον εἰς τήν Ἀγοράν. Τό πρώτον πρᾶγμα, ποῦ εἶδε κατά τύχην, ἦσαν κἄτι μικρές μπρούντζινες κλειδαριές πολυτελείας, τῶν ὁποίων ἐνθυμήθη τήν Ἀθηναϊκήν τιμήν. Εἰς τάς Ἀθήνας ᾑ κλειδαριές αὐτές, τήν παραμονήν τῆς ἀναχωρήσεώς του, ἐπωλοῦντο ἀκατέβατα δρ. 17. Ἐκεῖ τοῦ τάς προσέφεραν πρός 1 ½ σελίνι. Δέν ἐδίστασε, φυσικά, νά ἀγοράσῃ ὅσες ἠμπόρεσε. Ποῦ 1 ½ σελίνι, ποῦ 17 δραχμές; – Καί ἐξηκολούθησε τήν περιοδείαν του. Εἰς τάς Ἀθήνας τοῦ εἶχαν εἰπῇ ὅτι ᾑ μεταξωτές γυναικεῖες κάλτσες κοστίζουν δρ. 32 ἀκατέβατα. Ἐζήτησε λοιπόν καί τό εἶδος αὐτό, καί ὅπως τῇς κλειδαριές, ὄχι βέβαια εἰς καταστήματα χονδρικῆς πωλήσεως. Τό ἐζήτησεν εἰς τό πρῶτον κεντρικόν κατάστημα νεωτερισμῶν ποῦ συνήντησεν. ᾙ κάλτσες, πρωτίστης ποιότητος, τοῦ προσεφέρθησαν εἰς τιμήν ἀντιστοιχοῦσαν περίπου πρός δρ. 10. Ποῦ 10, ποῦ 32; Ἐπῆρε καί μερικά ζευγάρια ἀπ’ αὐτές. Εἶχεν ὅμως καί κἄποιαν παραγγελίαν. Γνωστή του κυρία τόν εἶχε παρακαλέσει νά τῆς ἀγοράσῃ ἕνα ζευγάρι παπούτσια μέ καστόρι.

– Πόσο νά δώσω, κυρία; Τήν εἶχεν ἐρωτήσει.

– Ἐδῶ παιδί μου, τοῦ εἶπεν ἡ κυρία τά πληρώνω 100 δραχμές στόν παπουτσῆ μου καί χαριστικά, γιατί τόν ἔχω χρόνια. Ὅσο καί νά τά βρῇς φτηνότερα πάρ’ τα. Ὁ ναύτης ἐμπῆκε σ’ ἕνα ἀπό τά κεντρικώτερα παπουτσήδικα τῆς Ἀγγλικῆς πόλεως καί ἐζήτησε, κατά τάς ὁδηγίας ποῦ εἶχε, τά σχετικά παπούτσια. Τοῦ προσέφεραν ἕνα ζευγάρι μάρκας Γουώκ Ὄβερ, τῆς καλλιτέρας δηλαδή Ἀγγλικῆς μάρκας.

– Πόσο;

– Τόσα.

Ἡ τιμή ἀντιστοιχεῖ πάλιν πρός 60 Ἑλληνικές δραχμάς. Προσέξατε τώρα, παρακαλῶ, εἰς τήν συνέχειαν. Ὁ ναύτης ἔφθασε πρό ὀλίγων ἡμερῶν εἰς τάς Ἀθήνας. Ἡ πρώτη του δουλειά ἦτο νά σπεύσῃ πρός τόν ἔμπορον, ποῦ ἐπουλοῦσε τῇς κλειδαριές μέ τήν γνωστήν τιμήν.

– Πόσο ᾑ κλειδαριές;

– Δεκαεφτά, ἀκατέβατα. Μᾶς κοστίζουν δεκάξη καί μισή, στό φῶς μου.

Ἡ τιμή λοιπόν δέν εἶχε μεταβληθῇ ἐν τῷ μεταξύ. Αὐτό ἤθελε νά γνωρίζῃ ὁ ναύτης.

– Ἄκουσε νά σοῦ πῶ, πατριώτη. Ἔχω μερικά κομμάτια νά σοῦ δώσω. Πόσο τά παίρνεις;

– Τέσσερες δραχμές.

– Μά, ἀφοῦ σου κοστίζουν δεκαέξη καί μισό ᾑ δικές σου, δίνεις τέσσερες;

– Οὔτε πεντάρα παραπάνω. Ἄν σ’ ἀρέσῃ…

Πηγαίνει κατόπιν εἰς τό κατάστημα νεωτερισμῶν.

– Ἔχω μερικά ζευγάρια μεταξωτές κάλτσες. Πόσο τά παίρνετε;

– Δέκα δραχμές.

– Μά ἐσεῖς τῇς πουλᾶτε τριανταδύο.

– Τόσο δίνουμε. Ἄν θέλῃς… Ὁ ἴδιος ἔμπορος, πρό μιᾶς στιγμῆς, ἐπιμαρτυρόμενος θεούς, δαίμονας καί τά κατάστιχά του, ἐβεβαίωνε μίαν κυρίαν ὅτι «τριάντα δραχμές κοστίζουν στό μαγαζί.»

Ἦλθε καί ἡ σειρά τῶν παπουτσιῶν. […]. Πόσα νομίζετε ὅτι τοῦ προσέφερεν ὁ παππουτσῆς; […] Μόνον 35 καί οὔτε ὀβολόν παραπάνω. Καί δέν χρειάζεται, ὑποθέτω, μεγάλη φιλοσοφία, […] διά νά ἐννοήσῃ κανείς τί στοιχίζουν, κατ’ ἀναλογίαν, τά διάφορα ἐμπορεύματα εἰς τήν Ἀθηναϊκήν Ἀγοράν καί ποῖον εἶνε τό «νόμιμον» κέρδος, τό ὁποῖον ἐπιδιώκουν μερικοί ἔμποροι. […] Νομίζω ὅτι εἶνε ἀνάγκη νά κρουσθῇ κἄπως καί ὁ κώδων τοῦ κινδύνου εἰς τά ὦτα τοῦ Ἐμπορίου. Θέλω νά εἰπῶ ὅτι ἄπειροι συμπολῖται εἶνε ἀποφασισμένοι, τώρα μάλιστα, ποῦ ἐπαναλαμβάνονται καί αἱ συγκοινωνίαι, ν’ ἀρχίσουν νά φέρουν τά χρειώδη των κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τό ἐξωτερικόν, μέ τήν βεβαιότητα ἑνός κέρδους ἑκατόν τοῖς ἑκατόν διά τά περισσότερα εἴδη. Τί θά γείνῃ λοιπόν, «ἐάν ἡ γνῶσις πληθυνθῇ;» Τό ἐσκέφθησαν ἄραγε αὐτό μερικοί ἔμποροι;

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Ἡ λαϊκή ποίηση καί τό Θεῖον Δρᾶμα

Δημήτρης Καπράνος
«Ἀπό τήν καρδιά βγαίνουνε τά στιχάκια» ἔλεγε ἡ κυρία Τάσια Κουράκου, ἡ δασκάλα μας, πού κάθε τόσο μᾶς διάβαζε κάποιους στίχους ἀπό τήν λαϊκή, τήν δημώδη ποίηση.

Σάββατον, 2 Μαΐου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟ ΕΛΗΣΜΟΝΗΣΕ; Ἀποροῦμεν μέ τήν ἀφέλειαν τοῦ κ. Παπανδρέου, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε νά διαψεύσῃ τήν εἴδησιν μιᾶς Ἀγγλικῆς ἐφημερίδος, περί τῆς παραγγελίας εἰδικοῦ ἀεριωθουμένου ἀεροπλάνου, διά τά βασιλικά ταξίδια: «Ἐκφράζω –εἶπε– τήν λύπην μου, διά τήν εἴδησιν, ἡ ὁποία εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόστατος». Ἀλλά, πῶς τολμᾷ νά τά λέγῃ αὐτά, ἀφοῦ καί ὁ ἴδιος ὡμολόγησεν ἐπισήμως, κατά τήν πρωθυπουργίαν του τοῦ Δεκεμβρίου, ὅτι ἡ Κυβέρνησις τοῦ παρήγγειλε τό ἀεροπλάνον αὐτό, ἀντί 35 περίπου ἑκατομμυρίων δραχμῶν;… Μέχρι τοιούτου σημείου ἔχει χάσει τήν μνήμην του, διά τά πρόσφατα γεγονότα; ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝ. ΣΥΜΒ. ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΑΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΡΚΙΑΝ Τό Ἐθνικόν Συμβούλιον Ἑλληνίδων ἀπηύθυνεν εἰς τό Διεθνές Συμβούλιον Γυναίκων καί τά ἀνά τόν κόσμον ἐθνικά συμβούλια γυναικῶν ἔντονον διαμαρτυρίαν διά τάς διώξεις τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τόν ἀνήκουστον κατατρεγμόν τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Πατριαρχείου. Καταγγέλλει τάς πράξεις αὐτάς ὡς καταφώρους παραβιάσεις τῶν ἀρχῶν τοῦ ΟΗΕ καί τῆς παγκοσμίου διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί ζητεῖ δικαίαν καί ἀνθρωπιστικήν μεταχείρισιν τοῦ Ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Τουρκίας καί ἀπόλυτον σεβασμόν τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. * Ἐπειδή ἡ 3η Μαΐου 1964 ἦταν Κυριακή καί ἡ «Ἑστία» δέν εἶχε κυκλοφορήσει, σταχυολογοῦμε κείμενα ἀπό τό φύλλο τῆς προηγουμένης ἡμέρας, 2ας Μαΐου 1964.

Τό βρήκαμε τώρα: Γιά τά λάθη τῶν θεσμῶν φταίει ὁ «μηδενιστικός λαϊκισμός»!

Μανώλης Κοττάκης
Οἱ δικαστές κατηγοροῦν τούς πολῖτες ὅταν ἐκεῖνοι δέν καταλαβαίνουν τίς ἀποφάσεις τους – Τά κόμματα κατηγοροῦν τούς ἀντιπάλους τους ὅταν ἐκπίπτουν οἱ προσδοκίες πού καλλιεργοῦν

Ἡ ματαίωση ἑνός ταξιδίου

Εφημερίς Εστία
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ οἱ Τουρκολάγνοι ἀναλυτές γιά τά αἴτια τῆς ματαίωσης τοῦ ταξιδίου τοῦ Τούρκου Προέδρου Ταγήπ Ἐρντογάν στήν Οὐάσιγκτων.

Βιαία καταστολή καί συλλήψεις στά ἀμερικανικά πανεπιστήμια

Εφημερίς Εστία
Νέα Ὑόρκη.– Ἡ ἐπέκτασις τῶν διαδηλώσεων κατά τοῦ πολέμου στήν Λωρίδα τῆς Γάζας σέ ὅλο καί μεγαλύτερο ἀριθμό πανεπιστημίων στίς ΗΠΑ ἀνεκόπη μέ ἀστυνομικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν σέ χίλιες ἑξακόσιες, μέχρι στιγμῆς, καθώς ἐπίσης καί στήν ἐκκένωση τῶν ἀκαδημαϊκῶν χώρων πού τελοῦσαν γιά μέρες ὑπό κατάληψιν.