«ΣΥΝΑΝΤΑΤΑΙ» ποτέ ἡ ἀνδρεία μέ τήν παρακμή;
Ἐάν τό θέλει ἡ ζωή, ναί, «συναντᾶται». Τόσες περίεργες στροφές ζοῦμε στούς καιρούς μας, γιατί ὄχι ἄλλη μία. Αὐτές τίς ἡμέρες ὁ Ἑλληνισμός θυμᾶται. Ὅσοι θυμοῦνται τέλος πάντων! Οἱ μνῆμες ἀπό τήν εἰσβολή τῶν Γερμανῶν στήν πατρίδα μας εἶναι ἰσχυρές. 80 χρόνια πέρασαν. Θυμᾶται τόν πρῶτο του νεκρό πού ἔπεσε ἀπό τίς σφαῖρες τῶν ναζί, τόν ἥρωα ἔφεδρο λοχία Δημήτρη Ἴτσιο. Θυμᾶται τίς μάχες στά ὀχυρά τοῦ Ροῦπελ. Θυμᾶται τίς σφαγές στήν Κλεισούρα. Θυμᾶται τήν ἀντίσταση στόν κατακτητή. Θυμᾶται τήν βύθιση τοῦ «Ψαρά» καί τοῦ «Ὕδρα» ἀπό βομβαρδισμούς στά νερά τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ. Θυμᾶται ἐπίσης ὁ Ἑλληνισμός τόν μαρτυρικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ ὁ ὁποῖος ἀπαγχονίστηκε ἀπό τούς Τούρκους στίς 10 Ἀπριλίου 1821 στήν Κωνσταντινούπολη. Τόν Πατριάρχη ἡγέτη πού ἀπέρριπτε τίς ἐκκλήσεις ξενῶν πρεσβειῶν νά ἐγκαταλείψει τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά γλυτώσει τόν βέβαιο θάνατο μέ τήν ἑξῆς φράση:
«Μή μέ προτρέπετε εἰς φυγήν, μάχαιρα θά διέλθῃ τάς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε, ἐγώ μετημφιεσμένος νά καταφύγω… οὐχί! Ἐγώ διά τοῦτο εἶμαι πατριάρχης, ὅπως σώσω τό ἔθνος μου… ὁ θάνατός μου ἴσως ἐπιφέρει μεγαλυτέραν ὠφέλειαν ἀπό τήν ζωήν μου… Ναί, ἄς μή γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δέ θά ἀνεχτῶ ὥστε εἰς τάς ὁδούς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κέρκυρας καί τῆς Ἀγκῶνος, διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγύιων, νά μέ δακτυλοδεικτοῦσι λέγοντες, Ἰδού ἔρχεται ὁ φονεύς πατριάρχης.»
Ἰδού ἡ ἀνδρεία λοιπόν. Κρυμμένη σέ ἕνα «οὐχί». Ἥρωες ἀπό διαφορετικές ἐποχές τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπό τήν ἐπανάσταση καί ἀπό τήν γερμανική κατοχή μᾶς θυμίζουν αὐτόν τόν Ἀπρίλιο τί συνέβη στό παρελθόν σέ αὐτόν τόν τόπο γιά νά ζοῦμε σήμερα ἐμεῖς ἐλεύθεροι καί νά κάνουμε τίς ἀνοησίες μας. Μέσα σέ αὐτό τό ἱστορικό φόντο, ἡ ἀνδρεία συναντᾷ τήν παρακμή. Κανονικά τό ἐρώτημα πού θά ἔπρεπε νά τίθεται μέ βάση ὅλα ὅσα κατώτερα τῶν περιστάσεων ζοῦμε ἀπό τίς ἀρχές τῆς χρονιᾶς εἶναι: «Tί χρήση τῆς ἐλευθερίας κάνουμε ἐμεῖς, ἡ διάδοχη Ἑλλάς, προκειμένου νά τιμήσουμε αὐτούς πού μᾶς ἐτίμησαν χωρίς νά μᾶς ξέρουν;». Καί ἀκόμη πιό μελαγχολικά· «ἄν μᾶς βλέπουν σήμερα ἀπό ἐκεῖ πάνω ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Καποδίστριας, ὁ Ὑψηλαντης, ἡ Λέλα Καραγιάννη, ὁ Ἴτσιος, ὁ Πατριάρχης, οἱ ἀξιωματικοί τοῦ Ὕδρα καί τοῦ Ψαρά, οἱ κάτοικοι τῆς Κλεισούρας, οἱ χιλιάδες ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι πού ἔδωσαν μάχη γιά τήν ἐλευθερία καί τήν συνέχεια τοῦ Ἔθνους μήπως θά κουνᾶνε τό κεφάλι καί θά λένε κρῖμα, δέν ἄξιζε τόν κόπο νά ματώσουμε γι’ αὐτούς;». Ἀλλά αὐτά εἶναι τά αὐτονόητα. Τά σκέπτεται πλέον ὁ καθείς. Τό ζήτημα εἶναι ἄλλο. Ὄχι τί σκέπτονται ἐνδεχομένως αὐτοί ἀπό ἐκεῖ ψηλά. Ἀλλά πῶς σκεπτόμαστε ἐμεῖς ἐδῶ κάτω. Οἱ «διάδοχοι». Τό ὅλον Ἔθνος.
Τό ἔγκλημα τοῦ στραγγαλισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας καί τῆς κατάχρησης τῆς ἀκριβής μας ἐλευθερίας διαπράττεται κάθε μέρα μπροστά στά μάτια μας καί ἐμεῖς τό παρακολουθοῦμε ἄπραγοι, χωρίς ἀντίδραση. Καμμία ὀργανωμένη πολιτεία καί καμμία συνειδητοποιημένη κοινωνία δέν θά ἐπέτρεπε σέ οἰηματία Ὑπουργό νά χαράξει τό ὄνομά του σέ μαρμάρινη πλάκα πάνω στόν Ἱερό Βράχο ἐπειδή ἔφτιαξε ἕναν ἀνελκυστῆρα. Καμμία ὀργανωμένη πολιτεία καί καμμία συνειδητοποιημένη κοινωνία δέν θά ἐπέτρεπε σέ ἕναν «τσόγλανο» νά παριστάνει ἀνεξέλεγκτα τόν ἐκδότη καί τόν δημοσιογράφο. «Νόμος ὁρίζει τίς προϋποθέσεις καί τά προσόντα γιά τήν ἄσκηση τοῦ δημοσιογραφικοῦ ἐπαγγέλματος» ὁρίζεται στό ἄρθρο 14, παράγραφος 8 τοῦ Συντάγματός μας, ἀνάθεμα καί ἄν ψηφίστηκε ποτέ αὐτός ὁ νόμος! Καμμία ὀργανωμένη πολιτεία καί καμμία συντεταγμένη κοινωνία δέν θά ἔμενε ἀπαθής ἄν ἰδιώτης εἰσέβαλε μέ μπράβους σέ γραφεῖο Ὑπουργοῦ καί τόν ἀπειλοῦσε πώς οἱ μέρες του στήν Κυβέρνηση εἶναι μετρημένες. Διότι τό κανονικό εἶναι οἱ Ὑπουργοί νά διώχνουν μέ τίς κλωτσιές ὅσους τολμοῦν νά τούς ἀπειλοῦν σέ γραφεῖα πού ἔχουν πίσω, φόντο, τήν ἑλληνική Σημαία. Καμμία ὀργανωμένη πολιτεία καί καμμία συνειδητοποιημένη κοινωνία δέν θά ἔδειχνε τόσο ἀργά ἀνακλαστικά ἕως ὅτου ζητήσει τήν δίωξη κάποιου γιά παιδεραστία, κάποιου ὁ ὁποῖος ἡγεῖτο ἑνός θεσμοῦ πνευματικοῦ γιά νά σώζει ψυχές (καί ὄχι νά τίς καταστρέφει), ὅπως τό Ἐθνικό Θέατρο.
Γιά νά καταφέρνουν νά ἐνδημοῦν καί νά ἐπιβιώνουν στήν δημόσια σφαῖρα τέτοια παραδείγματα δημοσίων ἀνδρῶν, πάει νά πεῖ ὅτι ἐμεῖς, ἡ μεγάλη κοινωνία, ἀφήνουμε τρῦπες πού τούς ἐπιτρέπουν τήν εἰσβολή. Δέν φταῖνε αὐτοί ἄν στρογγυλοκάθονται σέ καρέκλες ἀνάξιες γιά τό μπόι τους. Ἐμεῖς φταῖμε πού τό ἀνεχόμαστε. Στό σημεῖο πού ἔχουμε φθάσει πρέπει νά δοῦμε ξανά μερικά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Νά ἐπιστρέψουμε στά βασικά τά ὁποῖα μᾶς ἔφεραν ἴσαμε ἐδῶ. Δέ γίνεται ἀπό πάνω μας νά αἰωροῦνται οἱ ψυχές τῶν ἡρώων καί στό ἔδαφος νά ἐπικρατοῦν οἱ ραδιουργίες τῶν διεφθαρμένων. Οἱ ἀρχές, οἱ ἀξίες, οἱ κανόνες πρέπει νά ἀνακτήσουν τό νόημά τους. Αὐτό πού εἶχαν πάντα. Τό ἔχω ξαναγράψει ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν θέση: τό ἔγκλημα ἔχει ἀποκτήσει ὑπεροχή στίς μέρες μας. Ὑπεροχή ἔναντι τοῦ νόμου, ὑπεροχή ἔναντι τῶν λειτουργῶν του, δικαστῶν καί εἰσαγγελέων, ὑπεροχή ἔναντι τῶν ἐκλεγμένων, ὑπεροχή ἔναντι τῶν λειτουργῶν τοῦ δημοσίου. Ἡ ὁριακή στιγμή πού ἄγνωστοι τρίτοι εἰσέβαλαν στήν οἰκία εἰσαγγελέα γιά νά ἀποσπάσουν στοιχεῖα γιά τήν προσωπική του ζωή καί νά τόν ἐκβιάσουν «πέρασε» χωρίς τήν ἀντίδραση τῆς ὀργανωμένης πολιτείας καί τῆς τρομαγμένης κοινωνίας. Πέρασε, καί ἡ εὐκαιρία χάθηκε. Ἡ ὁριακή στιγμή πού τό Κοινοβούλιο νομοθέτησε μέ τόν ποινικό κώδικα τήν ἀθώωση ἐνόχων, πέρασε καί αὐτή. Κανείς δέν μίλησε, ἡ εὐκαιρία χάθηκε. Δέν ἔχουμε πολυτέλεια ἀπό ἐδῶ καί πέρα νά χάσουμε ἄλλες στιγμές. Ἡ παρακμή βαθαίνει, ἡ παρακμή …παρακμάζει κι ἄλλο καί βυθίζει τήν χώρα σέ βυθούς ἀπό τούς ὁποίους θά δυσκολευτεῖ νά ἐπιστρέψει ξανά στήν ἐπιφάνεια. Εἶναι χρέος μας νά πάψουμε νά ἀνασηκώνουμε τούς ὤμους ἀδιάφορα. Ἕως ἐδῶ. Ἡ Ἑλλάς πρέπει κάποτε νά συναντηθεῖ ξανά μέ τούς ἀληθινούς Ἕλληνες. Ὄχι τά κακέκτυπά τους.