ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ποῦ τό διάβασα, ἀλλά ἰσχύει ἀπολύτως: οἱ μεγάλες ἀλλαγές κυοφοροῦνται μέσα στήν σιωπή.
Πρίν γίνουν δρόμος, πανώ, τάση στό twitter, εὕρημα σέ δημοσκόπηση, ἀνάρτηση “viral’ στό facebook, καβγᾶς στήν Βουλή, πάννελ στήν τηλεόραση, τίς μεγάλες ἀλλαγές τίς ἀνακαλύπτουμε στίς ἀτομικές δημιουργίες. Στά μείζονα ἀριστουργήματα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς: στήν ποίηση καί στά ποιήματα. Στήν λογοτεχνία, στά λογοτεχνήματα καί στά μουσικά ρεύματα. Στό Θέατρο, Ἀρχαῖο καί Νέο. Στήν ζωγραφική καί στά βιβλία. Στόν κινηματογράφο. Στούς τοίχους καί σέ αὐθόρμητα συνθήματα. Σέ αὐτό ὅπου ἀποτυπώνεται ἡ ἀνθρώπινη σκέψη καί ὀνομάζουμε πολιτισμό.
Καί τίς συναντᾶμε ἐκεῖ τίς ἀλλαγές, στίς σιωπές, στά ἀνθρώπων ἔργα, γιατί ἐκεῖ μέσα στήν μοναξιά μας ὅπου ἀναμετρώμεθα μέ τόν ἑαυτό μας καί κανέναν ἄλλο, ἐκεῖ ἀκριβῶς γεννιέται ἡ ἀλλαγή. Μέσα στόν καθένα, ξεχωριστά. Καί ἔπειτα γίνεται λέξη στά συλλαλητήρια, βοή στά ἀμφιθέατρα, σύνθημα πού ἀντηχεῖ στό διαδίκτυο, καμμιά φορά καί λέξεις στά χείλη πεφωτισμένων πολιτικῶν.
Ἄν διατρέξουμε τήν ἱστορία τῆς πατρίδας μας, θά διακρίνουμε εὔκολα ὅτι τό σπέρμα τῶν μεγάλων κοινωνικῶν ἀλλαγῶν εἶναι καταγραφημένο προηγουμένως στά ἑλληνικά γράμματα. Πρίν αὐτές γίνουν μεγάλη ἀπαίτηση. Θά τίς βροῦμε στίς μεγάλες ἁψιμαχίες καί κόντρες γιά τήν ἑλληνική γλῶσσα, τούς προηγούμενους αἰῶνες. Θά τίς βροῦμε στήν θρυλική γενιά τοῦ 1930, πού ὅπως ἔγραφε ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς εἶχε τήν φιλοδοξία νά τρυπώνει μέ τήν μορφή δοκιμίου στήν τσάντα ἑνός φοιτητῆ. Ὁ στόχος της ἦταν ἡ «ἐπίδραση». Θά τίς βροῦμε στήν μεγάλη συνάντηση ἑνός δεξιοῦ ποιητῆ μέ ἕναν ἀριστερό συνθέτη τοῦ Ἐλύτη καί τοῦ Θεοδωράκη, οἱ ὁποῖοι κληροδότησαν ὡς φυλακτό στήν γενιά μας τό μοναδικό χορωδιακό, ὀρθόδοξο «βυζαντινό» στήν ἐκφορά του, «Ἄξιον Ἐστι». Θά τίς ἀνακαλύψουμε στό μοναδικό πάντρεμα δυτικῶν μουσικῶν ἐπιρροῶν καί λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἑλληνικότητας καί εὐρωπαϊκότητας πού πέτυχε ὁ Μᾶνος Χατζηδάκις στίς μουσικές του. Θά τίς ἐντοπίσουμε στό πολιτικό τραγούδι ἑνός ἄλλου Μάνου, τοῦ Λοΐζου, καί στήν ἀπαίτηση «γιά μιά λέξη μοναχά: Ἐλευθερία.» Στίς ὑπέροχες ἑρμηνεῖες τοῦ τρίτου Μάνου, τοῦ Κατράκη, τοῦ Ἀλέξη Μινωτῆ καί τῆς Ἄννας Συνοδινοῦ, στό Ἀρχαῖο Δρᾶμα, στά ἴχνη τοῦ ὁποίου πατοῦν οἱ νεότεροι. Στόν μοναδικό στίχο τῆς «Προσευχῆς» τῆς Χαρούλας «Δῶσέ μου ἕνα ὄνειρο νά κρατηθῶ, δῶσέ μου ἕνα ὅραμα νά κρατηθῶ». Στόν Καποδίστρια τοῦ Σμαραγδῆ, πού τιμωρήθηκε ἐπειδή «ἔκανε ἔγκλημα νά ὀνειρεύεται.»
Πολλοί νομίζουν ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι στέρφα, καί δέν ἀνακαλύπτεις τίποτε μέσα στίς σιωπές της. Πόσο λάθος κάνουμε. Οἱ ἀλλαγές πού κυοφοροῦνται στίς σιωπές, μέχρι νά γίνουν τάση, ὡριμάζουν χρόνια τώρα στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, μέσα στούς καταναγκασμούς καί στίς ἀβαρίες τῶν μνημονίων καί τῆς πανδημίας. Κάντε μιά βόλτα στούς κεντρικούς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν καί τῶν λουκέτων, στίς σκοτεινές κατά διαστήματα Πατησίων, Πανεπιστημίου, Ἀκαδημίας, Σταδίου, ἐκεῖ πού ρημάζει ἡ Ἑλλάς μπροστά στά ἀδιάφορα μάτια μας.
Στά ἀγχωμένα συνθήματα θά ἀνακαλύψετε (στήν Ζωοδόχο Πηγή) τήν λέξη «Δικαιοσύνη» καί στό Μετσόβειο τίς λέξεις «Ὁράματα» καί «Ὁδοφράγματα». Κάντε μιά βόλτα στά διαδίκτυο. Τά παιδιά γράφουν ποίηση, ἀσχέτως ἄν δέν τούς δίνει κανένας σημασία. Πρόσφατα φιλοξενήσαμε στήν ἐφημερίδα μας συνέντευξη μιᾶς ἀλβανικῆς καταγωγῆς μαθήτριας πού γράφει γιά τήν Ἑλλάδα, μέ τήν ἀγάπη μιᾶς Ἑλληνίδας.
Κάντε μιά βόλτα στά θέατρα, ὅπως αὐτό τοῦ Νέου Κόσμου, πού ἐνοχλοῦν μέ τήν τόλμη τους ἀνθρώπους τοῦ ἐπιχειρεῖν, πού ὑβρίζουν τούς ἠθοποιούς κατά τήν διάρκεια παραστάσεων, τό νόημα τῶν ὁποίων δέν καταλαβαίνουν. Ἀλλά καί στά θέατρα ἀπό τήν κάτω πλευρά τῆς Πλατείας Ἀμερικῆς.
Ρωμαλέα σκέψη μέσα στίς σιωπές θά ἀνακαλύψετε καί ἐκεῖ. Ρίξτε τό βλέμμα σας στά σχολεῖα, οἱ μαθητές τῶν ὁποίων ἀνακαλύπτουν στό «Φιλαράκι» τῆς Βόσσου καί τοῦ Ἀνδρέα τό «Δέν τήν βρίσκω τήν ἄκρη!» καί τό προσαρμόζουν στούς καιρούς μέ ὕφος μελαγχολίας χωρίς ἴχνος λαϊκισμοῦ καί καταγγελίας, καταγγελία εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀπογοήτευση πού βγάζει. Καί βεβαίως προσεγγίστε χωρίς ταμπού τούς στίχους ράπερ, ὅπως ὁ LEX, πού τραγουδοῦν τίς ἀφραγκίες τῆς γενιᾶς τους. Τά παιδιά τῆς μισθωτῆς ἐργασίας τῶν πεντακοσίων εὐρώ πού ἦταν στό Καυταντζόγλειο καί τήν Νέα Σμύρνη πέρυσι, στά πρόδρομα φαινόμενα τῆς μεταβολῆς, πᾶνε σήμερα στίς πορεῖες. Καί πορεύονται σέ ἀπόσταση ἀσφαλείας ἀπό τά κομματικά μπλόκ, πού ἀποστρέφονται.
Ἡ ἀλλαγή εἶναι σέ ἐξέλιξη, καί δέν εἶναι θυμός πού θά περάσει ὅπως νομίζουν στό πολιτικό σύστημα. Εἶναι ἀπογοήτευση γιά τήν ἀποτυχία τοῦ συστήματος νά ἐγγυηθεῖ τά βασικά καί μεταπλάθεται σέ κάτι νέο πού ἀκόμη δέν ἔχει λάβει μορφή, καί μᾶς ξεπερνᾶ. Εἶναι μία ἀπογοήτευση, γέννημα ἀργοῦ ἀναστοχασμοῦ, καί ὥριμης ἀναθεώρησης ἐτῶν πού μετά τό τρέχον πένθος θά γίνει μεγάλη ἀλλαγή.
Ἡ ἀπάντηση στήν κρίση λοιπόν δέν εἶναι ὁ κυνισμός τῆς πολιτικῆς καί τά παλαιά ἐργαλεῖα πού εἴδαμε χθές στήν Βουλή, ἐργαλεῖα τοῦ τύπου «φταῖμε καί ἐμεῖς, φταῖτε καί ἐσεῖς, φταῖνε καί οἱ ἄλλοι.» Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὁ πολιτισμός καί ἡ δημιουργία.
Στόν κυνισμό τῆς πολιτικῆς, ἡ ἀπάντηση εἶναι ἕνα σόκ εὐαισθησίας, ἀλληλεγγύης καί ἐνσυναίσθησης σάν καί αὐτό πού βουβά βρίσκεται σέ ἐξέλιξη μέσα στήν χώρα μακριά ἀπό τίς ἀντέννες κομμάτων καί ἀρχηγῶν πού ἀσκοῦν τήν πειθώ σέ καφετέριες ἀργόσχολων, μεταξύ ἐσπρέσσο καί καπουτσῖνο. Καί ἄν ἔχει νόημα νά ἑορτάσουμε τήν σημερινή μέρα τῆς ποίησης καί αὔριο τῆς μουσικῆς καί μεθαύριο τοῦ θεάτρου, τοῦ κινηματογράφου, τῆς ζωγραφικῆς καί τοῦ βιβλίου, εἶναι γιατί ἡ τέχνη καί ὁ πολιτισμός εἶναι ἡ μόνη συνταγή, γιά νά νικήσουμε τήν κατάθλιψη πού προκαλοῦν στήν πατρίδα μας οἱ ἀνέμπνευστοι καί οἱ ἀποτυχημένοι.