Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Ἰουνίου 1925
Ὁ ὅρος φιλαργυρία δέν ἐκφράζει πάντοτε αὐτό πού θέλομεν νά ἐκφράσωμεν μ’ αὐτόν. Ἡ κυριολεξία θά ἦτο μᾶλλον: δαπανοφοβία. Ἰδού, λόγου χάριν, ὁ ἄνθρωπος πού ἔπεσε κι ἐπνίγη εἰς τήν θάλασσαν, διά ν’ ἀποφύγη τήν πληρωμήν ὀκτακοσίων δραχμῶν. Ὁ ἄνθρωπος πιθανόν νά μήν ἦτο καί μανιώδης φιλοχρήματος. Δέν θά διεκινδύνευε, τοὐλάχιστον, τήν ζωήν του, φαντάζομαι, διά τήν ἀπόκτησιν ὀκτακοσίων δραχμῶν, ἐνῶ τήν ἐπέταξε, μέ τόσον θάρρος, διά νά μήν ἀντικρύση τήν στιγμήν τῆς πληρωμῆς των.
Τά παραδείγματα τῶν νοσηρῶν αὐτῶν δαπανοφόβων εἶναι ἄπειρα. Σχεδόν ὅλοι οἱ ὀνομαζόμενοι φιλάργυροι δέν εἶναι ἄλλο τίποτε παρά δαπανόφοβοι. Ὁ βασιλεύς τῶν Κεφαλλήνων φιλαργύρων, ὁ μακαρίτης Τζεντιλίνης, ἀμελοῦσε τά συμφέροντά του εἰς βαθμόν ἀπίστευτον. Δεκάδων ἐτῶν κουπόνια ὁμολογιῶν ἔμεναν ἀνεξαργύρωτα εἰς τά ταμεῖα του. Δέν ἐφρόντιζε ποτέ νά ἐξετάση ποίαι ὁμολογίαι του ἐκληροῦντο εἰς τό ἄρτιον καί ποίαι ἐκέρδιζαν. Μεγάλα χρηματικά ποσά εἶχε ζημιωθῆ ἀπό μίαν ἀμέλειάν του, ἀπέναντι τῶν συμφερόντων του, ἀμέλειαν πού εἶχε καταντήσει παροιμιώδης. Ἐν τούτοις, ἔτρεμεν, ὅταν ἐπρόκειτο νά πληρώση μίαν πεντάραν. Καί δέν ἐπλήρωνε τούς φόρους του, παρά ὅταν ὁ δημόσιος εἰσπράκτωρ, μέ τούς χωροφύλακας, ἤρχοντο νά τόν προσωποκρατήσουν.
Οἱ περιεργότατοι αὐτοί δαπανόφοβοι -καθένας εἰς τάς προσωπικάς του ἀναμνήσεις ἠμπορεῖ ν’ ἀνακαλύψη περισσοτέρους τοῦ ἑνός- δέν τρέμουν μόνον ὅταν ὑποχρεώνονται νά δαπανήσουν οἱ ἴδιοι, φθάνοντες καί μέχρις ἀσιτίας κάποτε, διά τήν ἱκανοποίησιν τοῦ πάθους των. Καταλαμβάνονται ἀπό φρίκην καί ὅταν βλέπου τούς ἄλλους νά ξοδεύουν. Κάθε ἄνθρωπος, πού ξοδεύει ὁπωσδήποτε, εἶναι γι’ αὐτούς διεφθαρένος, ἀνισόρροπος, κακοήθης, ἀνάξιος ἐμπιστοσύνης. Δέν τοῦ ἀναγνωρίζουν καμμίαν ἄλλην ἀρετήν. Ἀντιθέτως, ἔχουν ὅλων τῶν εἰδῶν τάς ἐκτιμήσεις καί τούς θαυμασμούς γιά τούς ἀνθρώπους πού λογαριάζουν καί τήν πεντάραν καί εἶναι ἕτοιμοι νά τούς συγχωρήσουν ὅλα τά ἐλαττώματά τῶν, καί τά χειρότερα ἀκόμη.
Τοὐλάχιστον ὁ ὑποφαινόμενος δέν θά λησμονήση ποτέ πῶς εξέπεσεν εἰς τήν ὑπόληψιν καί πῶς ἔγινεν ἐχθρός ἑνός τέτοιου τύπου, μόνον καί μόνον διότι εἶχε κάποτε τήν ἀφροσύνην νά τόν περιποιηθῆ, παρά τάς ἀρχάς του. Κατεβαίναμεν μίαν νύκτα εἰς τόν Πειραιᾶ, μέ τελευταῖον τραῖνο. Καί αὐτός καί ἐγώ κατοικούσαμεν εἰς τήν ἄλλην ἄκρην τῆς πόλεως, εἰς τήν Φρεαττύδα. Ὅταν ἐβγήκαμεν ἀπό τό βαγόνι, ἐφώναξα ἕνα ἁμάξι.
– Ἐλᾶτε νά πᾶμε μαζί! τοῦ εἶπα.
– Θά πάρετε ἁμάξι; μ’ ἐρώτησεν ἀγρίως.
– Τέτοια ὥρα, φίλε μου, ποῦ νά τρέχουμε μέ τά πόδια μας; Ἐλᾶτε.
Έκαμεν ἕνα κίνημα φρίκης, ὡς νά τόν ἐπροσκαλοῦσα νά δολοφονήσωμεν ἄνθρωπον ἤ νά διαπράξωμεν ληστείαν. Ὑποπτευθείς ὅτι δέν εἶχεν ἐννοήσει τήν φιλικήν μου προσφοράν, ἔσπευσα νά γίνω σαφέστερος.
– Σᾶς προσφέρω ἐγώ αὐτή τή μικρή περιποίηση… τοῦ εἶπα. Θά μοῦ κακοφανῆ, ἄν δέν δεχθῆτε.
Μοῦ ἔστρεψεν ἀποτόμως τά νῶτα.
– Καληνύχτα σας! εφώναξεν. Ἐγώ θά πάω μέ τά πόδια μου.
Καί εξεκίνησε.
Ἀπό τότε δέν μέ ξαναχαιρέτησε πλέον.
Τί μοῦ ἔψαλε καί τί ἐξηκολούθησε νά μοῦ ψάλλη ἔκτοτε δέν ἔμαθα. Εἶμαι βέβαιος ὅμως ὅτι, διά τόν ἀγαθώτατον κατά τά ἄλλα χριστιανόν, ἀπό τήν στιγμήν αὐτήν εἶχα καταντήσει ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ἐζοῦσε ἀκόμη, θά ἦτο πρόθυμος νά ὁρκισθῆ ὅτι τόν ἀτυχῆ Μωραΐτην δέν τόν ἐδολοφόνησεν ὁ Μπασιάκος. Τόν ἐδολοφόνησα ἐγώ. Ἕνας ἄνθρωπος πού σπαταλᾶ μία δραχμήν (ἐπρόκειτο περί μιᾶς προπολεμικῆς δραχμῆς) εἰς ἁμάξι, εἶναι ἱκανός διά κάθε ἔγκλημα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ