Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 2 Μαρτίου 1919
– Καλημέρα, ἀγαπητέ μου.
– Καλημέρα σας.
– Τί κάνεις; Καλά; Ἡ κυρία καλά;
– Ὁ γέρος σου τί γίνεται; Βαστιέται ἀκόμη, τό θηρίο;
– Δυστυχῶς, ἀπέθανε.
– Τί λές, ἀδελφέ; Τά συλλυπητήριά μου. Ζωή σέ λόγου σου! Καί πότε ἀπέθανε ὁ μακαρίτης; Ἔχει ἡμέρες;
– Εἶνε τρία χρόνια τώρα.
– Περίεργον! Καί δέν ἐπῆρα εἴδησιν καθόλου νά σέ συλλυπηθῶ. Μέ συγχωρεῖς πολύ, ἀγαπητέ μου. Ὁ ἀδελφός σου καλά; Ἀπέκτησε κανένα παιδάκι, ἐπί τέλους; Τά κατάφερε;
– Ὁ ἀδελφός μου; Παιδάκι; Δέν ἐννοῶ.
– Ὁ Γιώργης, καλέ. Ὁ Γιωργάκης!
– Ἀλλά, φίλε μου, κάμνετε λάθος. Γιά ποιόν μέ παίρνετε, παρακαλῶ; Οὔτε ἀδελφόν ἔχω, οὔτε Γιωργάκης λέγεται, οὔτε παιδάκι ἐπρόκειτο ν’ ἀποκτήσῃ. Θά ὑποθέσετε τώρα ὅτι ὁ κύριος, ὁ ὁποῖος ἐνδιεφέρετο νά μάθῃ περί τῆς ὑγείας τοῦ Γιώργη καί τῆς ἐμβρυολογικῆς καταστάσεως τῆς συζύγου του, θά ἀντελήφθη τό λάθος του, θά ἀνεκάλυψε τήν πλάνην του καί θά ἔσπευσε νά ζητήσῃ συγγνώμην ἀπό τόν ἄνθρωπον, τόν ὁποῖον ἀπεκάλει «ἀγαπητόν» του, εἰς τόν ὁποῖον ὡμιλοῦσε μέ τό «σύ» καί ὁ ὁποῖος τοῦ ἦτο ἐντελῶς ἄγνωστος. Καθόλου! Αὐτός ἐπέμενεν, ὅπως ἐπιμένει κανείς εἰς μίαν στραβήν ἰδέαν. Καί εἶνε γνωστόν ὅτι τόσον περισσότερον ἐπιμένει κανείς εἰς τήν ἰδέαν του, ὅσον στραβότερα εἶνε. […]
– Μά γιά ποιόν μέ παίρνετε, παρακαλῶ; Ἐπιμένω νά ἐρωτῶ. Προφανῶς κάποια πλάνη εἶνε στή μέση. Πιθανόν νά μοιάζω καταπληκτικά μέ κἄποιον ἄλλον. […] Καί χαμογελᾶτε μάλιστα, σάν νά μέ εἰρωνεύεσθε.
– Ἀλλά χαμογελῶ, ἀγαπητέ μου γιατί δέν ξέρω πῶς σοῦ ἦλθεν ἔξαφνα αὐτή ἡ ἰδέα, ν’ ἀρνηθῆς τόν ἑαυτό σου. Σ’ ἐρώτησα γιά τήν ὑγεία σου, γιά τή γυναῖκά σου, γιά τόν μακαρίτη τόν πατέρα σου καί μοῦ ἀπήντησες. Ἤσουν ἐσύ. Σ’ ἐρωτῶ γιά τόν ἀδελφό σου τό Γιώργη, καί ἀρνεῖσαι καί τόν ἑαυτό σου. Μήπως ὁ γάμος του δέν ἦτο τῆς ἀρεσκείας σου; Μήπως τόν ἀπεκήρυξες;
– Ἀλλά, κύριέ μου, διατί ἐπιμένετε; Σᾶς ἀπήντησα σέ ὅσα μ’ ἐρωτήσατε, γιατί, ἐπί τέλος, κάθε ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ἔχῃ ὑγείαν, γυναῖκα καί πατέρα. Καί συνέπεσε νά ἔχω καί ἀπό τά τρία. Ἀλλά ἀδελφόν δέν ἔχω. […] Ἐπί τέλους, εἶμαι ὁ κ. Ἀνδρέας Μ. Ἐσεῖς πρός ποῖον ἀποτείνεσθε;
– Ἄστα αὐτά, Νῖκο! Ἄστα! Κατήντησες ἀηδία. Ἄν δέν θέλῃς νά μέ ξέρῃς δικαίωμά σου. Μέ συγχωρεῖς μάλιστα ποῦ σ’ ἐνώχλησα. Γειά σου. Καί ἀπεμακρύνθη θυμωμένος. Εἰς μικράν ἀπόστασιν ἐγύρισε πάλιν κ’ ἔρριψεν ἕνα γρήγορον βλέμμα πρός τόν ὑποτιθέμενον φίλον του. Καί τό βλέμμα αὐτό δέν εἶχε λόγον νά ἐξακριβώσῃ ἀκόμη μίαν φοράν τήν ταυτότητα τοῦ ἄλλου. Ἦτον ἕνα βλέμμα ποῦ ἔλεγεν: Δέν ντρέπεσαι, καϋμένε, ν’ ἀρνῆσαι τόν ἑαυτόν σου μέ τόν ἀναιδέστατον αὐτόν τρόπον; Ὡρισμένως κἄποιο ἔγκλημα θά ἔκαμες καί κρύβεσαι.
Καί ἐγώ, ὁ ὁποῖος τυχαίως καί μοιραίως παρηκολούθησα ὅλην αὐτήν τήν κωμικοτραγικήν σκηνήν, αἰσθάνθηκα μίαν βαθυτάτην συμπάθειαν πρός τόν ἄνθρωπον, ποῦ εἶχε τήν ἀτυχίαν νά ὁμοιάζῃ τόσον καταπληκτικῶς μέ ἕνα ἄλλον. Καί τοῦτο ὄχι τόσον δι’ ἀναλόγους ἐνοχλήσεις, τάς ὁποίας εἶνε πιθανόν νά ἐξακολουθήσῃ νά ὑφίσταται ἐν ὀνόματι ἑνός τρίτου, ὅσον διά τήν δυστυχίαν, ποῦ ἔχει, νά μήν εἶνε τό μοναδικόν ἀντίτυπον μιᾶς προσωπικότητος εἰς τήν ζωήν, ὅπως εἴμεθα ὅλοι μας. Ἐπί τέλους, εἶνε φοβερά ἐνόχλησις νά αἰσθάνεται κανείς ὅτι ὑπάρχει καί ἕνας δεύτερος ἑαυτός του εἰς τόν κόσμον αὐτόν. Διότι θά ἔρχωνται στιγμαί ποῦ θά ἐρωτᾷ:
– Ἐγώ ἄραγε εἶμαι ἐγώ; Ἤ μήπως ἐγώ εἶμαι ὁ ἄλλος καί ὁ ἄλλος εἶμαι ἐγώ; Κἄτι τι, δηλαδή, ποῦ ἠμπορεῖ νά κάμῃ ἕναν ἄνθρωπον νά τρελλαθῇ. Καί νά μήν ἠξεύρῃ πάλιν ἄν ἐτρελλάθη ὁ ἴδιος ἤ ὁ ἄλλος.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ