Ὁ Θεοδόσης Πελεγρίνης, πού γεννήθηκε στό Σουδάν καί πιθανώτατα νά τόν συνάντησα ἐκεῖ, ὅταν, τό 1969, εἴχαμε ἐμφανιστεῖ μέ ἕνα ἑλληνικό «ἐλαφρό» μουσικό σχῆμα γιά κάποια μεγάλη ἐκδήλωση τῆς ἑλληνικῆς παροικίας στό (ἑνιαῖο τότε) Σουδάν, εἶναι φίλος μου καλός καί πολύ ἀγαπητός. Διετέλεσε πρύτανις τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (πόσο ἀντιπαθῶ αὐτό τό καόηχο ΕΚΠΑ), ἦταν καθηγητής τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, εἶναι θεατρικός συγγραφεύς, ἔχει διατελέσει (καί διατελεῖ ἀκόμη) ἠθοποιός, ἀπολαμβάνει τήν ζωή καί τούς ἀνθρώπους, καί γράφει!
του Δημήτρη Καπράνου
Ἀπό τήν δική μου πελυρά, κουβαλῶ σχεδόν τήν ἴδια «τρέλλα». Γράφω ἀδιακόπως (καί οὐχί ἀκόπως), διαβάζω ὅ,τι τύχει νά πέσει στά χέρια μου καί διαπιστώνω ὅτι ἔχει ἐνδιαφέρον, παίζω μουσική, διατηρῶ τό πόπ-ρόκ συγκρότημά μας «Νόμος 4000» καί προσπαθῶ νά καταλάβω τί συμβαίνει γύρω μου…
Αὐτές τίς μέρες, ὑπό τόν μονότονο ρόγχο τοῦ air condition, διάβασα τό ὑπέροχο τελευταῖο του βιβλίο, μέ τόν ἑλκυστικό καί πονηρό τίτλο «Ἡ Ἱστορία τοῦ κουτσομπολιοῦ (401π.Χ-1899)».
Δέν εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού ἀπονέμουν εὐκόλως τόν δημόσιο ἔπαινο. Ἀλλά ὅταν διαβάζεις ἕνα βιβλίο-μωσαϊκό, μέ μικρές ἱστορικές ἀναφορές, ἐν εἴδει κουτσομπολιοῦ (πού δέν εἶναι πλέον γυνακείο σπόρ ἀλλά σχεδόν ἀποκλειστικῶς ἀνδρικό) καί μέ τό πού τελειώνεις τίς σύντομες καί καλοστημένες αὐτές ἀναφορές, θέλεις νά ἀνάψεις τσιγάρο ἤ νά πιεῖς μιά γουλιά ἀπό τό δροσιστικό σου ποτό γιά νά χωνέψεις καί νά ἐμπεδώσεις αὐτά τά ὄμορφα πού ἔχεις διαβάσει, ὁ ἔπαινος πρός τόν συγγραφέα ἔρχεται ἀπό μόνος του, ὡς ἁπλή, φυσική καί ἐπιβεβλημένη συνέπεια…
Κανέναν δέν ἀφήνει πού νά μήν τόν πιάσει στό στόμα του ὁ Θεοδόσιος. Παίρνει ἰδιωτικές καί δημόσιες τοποθετήσεις ἱστορικῶν προσώπων καί μᾶς δίνει σέ κάθε ψηφίδα τοῦ πονήματός του τροφή γιά σκέψη καί ‒ναί…, τό βεβαιῶ‒ βελτίωση καί ἀναπροσαρμογή πολλῶν θέσεων πού στηρίξαμε ἕως τώρα.
Ἀπό τόν Σωκράτη μέχρι τόν Μπόρχες, ὁ Πελεγρίνης παίρνει ἕναν κόκκο σταριοῦ, τόν φυτεύει στό βιβλίο καί σ’ ἀφήνει ἐσένα νά τόν ποτίσεις ἤ νά τόν παρατήσεις νά ξεραθεῖ. Ἀπό τόν ἀλαζόνα Κῦρο, τόν νεώτερο, στά Κούναξα, μέχρι τόν Ἰρενέα Φοῦνες, μέ τήν θηριώδη μνήμη, ἡ ὁποία τοῦ ἀφαίρεσε τήν δυνατότητα νά σκέπτεται, ὁ ἀναγνώστης ἰσορροπεῖ μεταξύ εὐχαριστήσεως καί εὐαρεσκείας.
Εὐχαριστημένος γιά τό βιβλίο πού ἔφθασε στά χέρια του ἀπό τά «Ἑλληνικά Γράμματα» καί ἕτοιμος νά ἐκφράσει εὐαρέσκεια σέ ἕναν συγγραφέα, ὁ ὁποῖος, στήν ἐποχή τῆς ἀρλούμπας καί τῆς ἐλαφρότητος, πιάνει ἕνα ἀπολύτως «ἐλαφρό» θέμα, τό «κουτσομπολιό» καί …τοῦ ἀλλάζει τά φῶτα!
Δέν θά τό συστήσω ἁπλῶς. Θά ἐπιχειρήσω νά σᾶς πείσω νά τό ἀποκτήσετε, νά τό μεταδώσετε σέ φίλους καί γνωστούς, νά τό συστήσετε στά παιδιά καί στούς δικούς σας ἀνθρώπους. Γραμμένη ἁπλά, προσιτή σέ κάθε διανοητικό βαλάντιο, ἡ «Ἱστορία τοῦ κουτσομπολιοῦ» ἐπιτελεῖ πλήρως τό ἔργο καί καλύπτει τήν φιλοδοξία ἑνός ἐντίμου συγγραφέως. Δίνει στόν ἀναγνώστη τήν τροφή πού τοῦ στερεῖ σήμερα ἡ «περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα». Κι αὐτό δέν εἶναι λίγο. Εἶναι πολύ καί ἀπαραίτητο!