ΤΟ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ σημαντικός ἄνθρωπος τοῦ πολιτισμοῦ μας σέ μιά πρόσφατη βραδινή βεγγέρα μέ ἀνθρώπους τῆς τέχνης, τῆς διανοήσεως καί τῆς πολιτικῆς. Ἀληθινή ἱστορία!
«Κάναμε πρόβες γιά τήν συναυλία ἑνός μεγάλου μας συνθέτη στό Ἡρώδειο στήν δεκαετία τοῦ 1970, ὅπου ἐπρόκειτο νά συμμετάσχει γιά πρώτη φορά καί ὁ Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ὁ ὁποῖος συμπτωματικά δέν εἶχε ἐπισκεφθεῖ ποτέ στήν ζωή του τό Ὠδεῖο. Μπῆκε μέσα ὁ σέρ, κοίταξε πρός τήν ὀρχήστρα καί τά ὄργανα πού κουρδίζονταν, προσπέρασε τόν φίλο του, τόν μαέστρο, χωρίς νά πεῖ λέξη, καί μέ τό χέρι τήν τσέπη ἄρχισε νά ἀνεβαίνει στίς κερκίδες, νά χαζεύει τήν θέα ἀπό αὐτές. Ἦταν φανερό σέ ὅλους μας ὅτι ὁ χῶρος τόν εἶχε ὑποβάλει καί τόν εἶχε καθηλώσει. Ἔδειχνε ὅμως σκεπτικός. Ὅταν κάποτε ἀποφάσισε νά κατέβει ἀπό τά διαζώματα καί ἐδέησε νά ἀνέβει στήν σκηνή, μᾶς κοίταξε στά μάτια, γύρισε ἔκθαμβος ξανά πρός τίς κερκίδες καί μέ ἀπαρηγόρητο ὕφος μᾶς εἶπε τό ἀμίμητο:
…“Ὥστε ἐδῶ ἐσφαγιάσθηκαν τά νήπια”!». Ὁ μεγάλος τοῦ ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ μας δέν εἶχε πλήρη μόρφωση, τοῦ διέφευγαν κάποια πράγματα. Εἶχε ὅμως μέσα του βαθειά παιδεία.
Γι’ αὐτό καί ὅπως διηγήθηκε στούς συνδαιτυμόνες του ὁ σημαντικός τοῦ πολιτισμοῦ, συγκλόνισε μέ τήν λιτότητα, τήν δωρικότητα καί τήν ἑλληνικότητα τῆς ἑρμηνείας του σέ ἐκείνη τήν συναυλία τοῦ Σταύρου Ξαρχάκου, ἀρχές μεταπολιτεύσεως.
Τό ἅλμα τοῦ «σέρ» ἀπό τήν Δραπετσῶνα στήν πλακόστρωτη ὁδό Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου (ἔργο Πικιώνη κατόπιν ἀναθέσεως Καραμανλῆ) δέν ἦταν ἁπλά ἐπιτυχές. Ἦταν ἱστορικό.
Τήν Δευτέρα τό βράδυ βρέθηκα στίς κερκίδες τοῦ Ἡρωδείου λίγες μέρες πρίν κλείσει γιά ἀνακαίνιση. Θά μᾶς ὑποδεχθεῖ ξανά τρία χρόνια μετά, πρῶτα ὁ Θεός.
Ὁ Σταμάτης Σπανουδάκης πού γέμισε δύο φορές τό Ὠδεῖο (ἀπό τούς τελευταίους πρίν ἀπό τήν αὐλαία), ἡ ὀρχήστρα Στράουςς (ὁ ὁποῖος ἔπαιξε στό Ἡρώδειο τό 1926) καί ἡ Εὐανθία Ρεμπούτσικα (πού στήν τελευταία της συνέντευξη στήν ἐφημερίδα μας μίλησε γιά τίς ρίζες τῆς μουσικῆς) εἶναι ὁ καλύτερος προσωρινός ἀποχαιρετισμός πρός αὐτό τό μνημεῖο τοῦ 160 π.Χ., πού ἀνήγειρε ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀττικός πρός τιμήν τῆς συζύγου του Ρηγίλλης. (Τά ἀρχαῖα ἀγάλματά τους βρίσκονται στό Μουσεῖο Μαραθῶνα.) Ἦταν ὁ καλύτερος ἀποχαιρετισμός πρός τό μνημεῖο πού ἔβαλε στήν ζωή μας ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς τό 1955 μέ τήν δημιουργία τοῦ «Φεστιβάλ Ἀθηνῶν».
Ἔκανα καί ὁ ἴδιος τήν «δοκιμή Μπιθικώτση» χωρίς τά… νήπια καί κοίταξα καλά τό μνημεῖο, πρίν ἀρχίσει ἡ συναυλία, γιά νά τό «ἀποθηκεύσω» στήν μνήμη μου. Κοιτῶντας σκέφτηκα ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε πλούσιος λαός ἀπό τῆς γεννήσεώς μας. Πρίν κἄν ἀποκτήσουμε τό οἱοδήποτε εἰσόδημα. Εἴμαστε πλούσιοι γιατί ἔχουμε καί τούς χώρους τοῦ πολιτισμοῦ, καί τό κλῖμα (20 βαθμοί Κελσίου Ὀκτώβριος μήνας!) ἀλλά καί τούς ἀνθρώπους πού μποροῦν νά σηκώσουν μέ τό ἔργο τους τό βάρος αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ.
Ὁ Σταμάτης, τόν ὁποῖο γνωρίζω ἀπό τό 2003, ἀπό ἕνα ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀπό μιά συνέντευξη πού μοῦ ἔδωσε, στήν ὁποία κατήγγειλε τότε ὀνομαστικά τούς Λαμπράκη καί Μπόμπολα γιά διαπλοκή (ἦταν πιό ζωηρός τότε), εἶχε μιά ἔξυπνη ἔμπνευση στήν ἀρχή τῆς συναυλίας: Ἔσβησε ὅλα τά φῶτα, πρόβαλλε στό οἰκοδόμημα τοῦ Ὠδείου μιά ἀπέραντη ἑλληνική σημαία στά μπλέ (ὄχι στά ρόζ!) καί ἄφησε νά ἀκουστεῖ, πλήρως ἁρμονική πρός τό περιβάλλον, σᾶς βεβαιῶ, ἡ καθάρια φωνή τοῦ Στέλιου Καζαντζίδη σέ σύνθεση δική του: «Σκληροί καιροί… Ἑλλάδα στούς δρόμους τήν γῆ κουβαλᾶς… Ἐσύ πού χάραξες τούς δρόμους».
Ναί, σέ αὐτόν τόν χῶρο πού ἀντήχησε κάποτε ἡ φωνή τοῦ Φράνκ Σινάτρα, τῆς Μαρίας Κάλλας καί τῆς Νάνας Μούσχουρη χώρεσε καί ὁ λαϊκός Στέλιος. Καί μετά, τῇ συνοδείᾳ μιᾶς ὀρχήστρας ἐκπληκτικῆς καί δύο χορωδιῶν, ἡ μία ἐκ τῶν ὁποίων ταξίδεψε ἀπό τήν Κύπρο ἰδίοις ἐξόδοις, τό Ὠδεῖο πλημμύρισε ἀπό ἦχο ἑλληνοκεντρικό καί διεθνῆ. Ἀπό βιολί καί ἀπό ἠλεκτρική κιθάρα. Ἀπό παράδοση καί ἀπό νεωτερικότητα. Ἀπό ἱστορία ἀλλά καί ἀπό προσδοκία. Ἀπό Ὀρθοδοξία καί ἀπό καταλλαγή. Ἀπό «Τάμαλο», «Ματωμένη Θάλασσα» καί «Κύματα» μέχρι «Ἀλέξανδρο», «Μαρμαρωμένο βασιλιᾶ», «Σμύρνη» καί «Δέσποινα». Καί κυρίως ἀπό «Ἑλλάδα Ἑνωμένη».
Ὁ Σπανουδάκης αὐτήν τήν φορά ἦταν διαφορετικός ἀπό τό παρελθόν. Ἀπέφυγε τίς ἰδεολογικές ταυτίσεις καί ἐπέλεξε νά εἶναι ἑνωτικός. «Νά φιλιώσουμε» ζήτησε μπροστά στήν Ὑπουργό Τουρισμοῦ Ὄλγα Κεφαλογιάννη, στόν ἀριστερῶν καταβολῶν πατριώτη Μανώλη Μητσιᾶ καί τόν υἱό του Μιλτιάδη, στόν Διοικητή τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀλκιβιάδη Στεφανῆ, στόν πρέσβη μας στήν «Οὐνέσκο» Γιῶργο Κουμουτσάκο, στόν Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικόλαο καί στήν Πρόεδρο τοῦ Συλλόγου Συγγενῶν Θυμάτων Μαρία Καρυστιανοῦ. «Οὐτοπικό τό ἑνωτικό!» ψιθύρισε ὁ διπλανός μου, ἀλλά ἡ οὐτοπία εἶναι τό μισό τῆς διαδρομῆς. Ὁ «νέος» Σπανουδάκης τῶν 77 ἐτῶν ἔβαλε στό χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας τόν «παλαιό» Σταμάτη πού μιλοῦσε μέ «γωνίες» γιά πρόσωπα ὅπως ἡ Ρεπούση καί γιά θεσμούς ὅπως ὁ γάμος τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν.
«Πρέπει νά κοιτᾶμε τίς καρδιές! Ἀλλά ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀντί νά κοιτᾶμε τίς καρδιές, ἔχουμε τό νοῦ μας στίς ταμπέλες καί στίς ἐτικέτες. Ἀριστεροί, δεξιοί, κεντρῶοι. Ὥρα νά τά ἀφήσουμε αὐτά. Ἀκόμη καί ἡ διάκριση Χριστιανῶν καί Μή Χριστιανῶν δέν πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ. Σημασία ἔχει ἡ ἀγάπη.» Μεταφέρω grosso modo τά λεγόμενά του ἀπό μνήμης, ὄχι κατά λέξη. Σίγουρα τό ἀκροατήριό του ἤθελε μερικές καί ἀπό τίς παλαιές κορῶνες του γιά τά ἐθνικά θέματα καί τό «Πόλη Γλυκιά, θά ἔρθει ὁ καιρός!», ἀλλά ἔτσι ἐπέλεξε, καί μεταξύ μας ἄριστα πράττει.
Τό χρέος του ἀπέναντι στό Ἔθνος τό ἔχει κάνει καί μέ τό παραπάνω. Μέ τό ἔργο του. Νέα ἔνσημα εἶναι περιττά. Δέν γνωρίζουμε πολλούς πού ἀφήνουν παρακαταθήκη μέ τό ἔργο τους, τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, τόν Μέγαν Ἀλέξανδρο, τόν Ἰωάννη Καποδίστρια, τόν Ἴωνα Δραγούμη, τόν Παῦλο Μελᾶ, τόν Νικόλαο Πλαστήρα κ.ἄ. Στό μέλλον τά Ἑλληνόπουλα θά ρωτᾶνε «ποιοί εἶναι αὐτοί» καί θά τούς μαθαίνουν εἴτε ἀπό τίς συνθέσεις τοῦ Σπανουδάκη, ἀπό τίς ταινίες τοῦ Σμαραγδῆ, ἴσως καί ἀπό τό Ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας».
Γιατί ἀπό τά βιβλία στά σχολεῖα μήν περιμένετε νά τό μάθουν. 5.000 ἄνθρωποι ὁλοκλήρωσαν τήν συναυλία ὄρθιοι, συγκινημένοι, ψάλλοντας μαζί μέ τόν Σπανουδάκη τόν Ὕμνο τῆς Ὑπάρξεώς μας. Τόν Ὕμνο πρός τήν Ἐλευθερίαν. Τόν Ἐθνικό Ὕμνο. Μέ τήν ἑλληνική σημαία ἐκ νέου κυματίζουσα στίς «πλάτες» τῆς ὀρχήστρας καί τῶν χορωδιῶν. Ἦταν λοιπόν ὁ καλύτερος ἀποχαιρετισμός τοῦ Ἡρωδείου μέχρι νεωτέρας. Μέ ἕνα ἅλμα ἐθνικῆς μνήμης ἀπό τόν Ἡρώδη τόν Ἀττικό, τήν Ρηγίλλης καί τόν ἀρχαῖο Πολιτισμό μας μέχρι τό Βυζάντιο, τούς ἐπιφανεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Τοῦ Πολιτισμοῦ πού ἔχει πνευματικά σύνορα κατά πολύ μεγαλύτερα τῶν φυσικῶν του συνόρων. Στήν πραγματικότητα, ὁ Σταμάτης δέν ἔκανε μιά συναυλία γιά τόν ἑαυτό του τήν Δευτέρα. Εἶπε ἕνα μικρό ἀντίο, προσωρινό, ὅτι σέ αὐτό τό ἀγέρωχο μάρμαρο, πού «κακιά σκουριά δέν πιάνει». Μέ τρόπο πού ἁρμόζει στό κῦρος του.