ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΟΥΝΤΕΣ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 21 Μαρτίου 1919

Ὀφείλομεν νά εἴμεθα ἐπιεικεῖς πρός τούς λησμονοῦντας. Τό ἀξίωμα αὐτό ἀπεκόμισα χθές ἀπό τήν πλουσίαν πηγήν τοῦ χρονογραφήματος, ἀπό ἕνα ταξείδι δηλαδή μέ τό τράμ. Κἄποιος ἐπιβάτης εἶχε λησμονήσσει μέσα εἰς τό ὄχημα τά… γλυκίσματά του. Ἐννοεῖτε τί σημαίνει αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος ἀπεφάσισε νά φέρῃ μίαν χαράν εἰς τήν οἰκογένειάν του. Ἐπῆγεν εἰς τό ζαχαροπλαστεῖον, ἠγόρασεν ἕξη πάστες, ἐπεφορτίσθη μέ τήν μεταφοράν των. Καί δέν ὑπάρχει, ὡς γνωστόν, ἐνοχλητικώτερον πρᾶγμα ἀπό τό μετακομίζειν πάστες εἰς ἀπόστασιν. Χρειάζεται ἀπόφασις! Ὁπωσδήποτε ἡ ἀγάπη του ἐνίκησε τούς δισταγμούς τῆς ἐνοχλήσεως. Ἐπῆρε τά γλυκίσματά του καί τά μετέφερε, μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης, εἰς τό τράμ. Ἐκάθησεν. Καί ἄρχισε, φυσικά, νά σκέπτεται τήν ἐντύπωσιν τῶν παιδιῶν, τῶν κοριτσιῶν, ὅλων τῶν φιλτάτων του. Τί καλός πατέρας! Τό τραπέζι θά ἦτο εὐθυμότατον σήμερον. Ὅλοι θά ἔτρωγαν μέ διπλῆν ὄρεξιν ὑπό τήν προϋπόθεσιν τῆς πάστας, ποῦ θά ἔφθανεν εἰς τό τέλος. Καί ἦτον εὐτυχής εἰς ὅλον του τό ταξεῖδι.

Τό τράμ ἐσταμάτησεν, ἐπί τέλους, ὁ εὐτυχής οἰκογενειάρχης ἀπεβιβάσθη καί ἐλησμόνησεν τί; Ἐλησμόνησε μέσα εἰς τό ὄχημα τήν εὐτυχίαν του, τό πᾶν. Ἐλησμόνησε τά γλυκίσματά του!

Ἔπειτα εἴμεθα ἱκανοί ὅλοι ἐμεῖς οἱ σκληροί καί πεπωρωμένοι νά τόν ὑβρίσωμεν τόν ἄνθρωπον αὐτόν, νά τόν διασύρωμεν, νά τοῦ κόψωμεν τόν χαιρετισμόν, διότι μᾶς ὑπεσχέθη κάτι τι –ὑπηρεσίαν ἤ ἐκδούλευσιν– καί τό ἐλησμόνησε:

– Κύριε! Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ὑποσχωνται, ὅταν δίνουν τόν λόγον τους, δέν λησμονοῦν. Καί ὅταν λησμονοῦν δέν ὑπόσχονται. Ὁ παραβαίνων τόν λόγον του εἶνε ἕνας οὐτιδανός, ἕνας ἀπατεών. Ἕνας «κύριος», ὅταν ὑπόσχεται, ἐκτελεῖ. Κανείς δέν σᾶς ἐβίασε νά ὑποσχεθῆτε…

Καί δέν ἐννοοῦμεν μέ κανένα λόγον νά συγχωρήσωμεν, ποῖον; Τόν ἴδιον ἄνθρωπον ποῦ ἐλησμόνησε τόν ἑαυτόν του καί τήν εὐτυχίαν του καί ὁ ὁποῖος θά ἐπροτιμοῦσε βέβαια νά χάσῃ τό πορτοφόλι του μέ ἕνα ἑκατοντάδραχμον, παρά νά φθάσῃ εἰς τό μακρυνόν του σπίτι μέ ἄδεια τά χέρια καί νά καθήσῃ εἰς ἕνα τραπέζι, ὅπου ἡ θλῖψις καί ἡ μελαγχολία θά ἐδηλητηρίαζεν ὅλα τά φαγητά. Διότι, ἐπί τέλους, ἕνα γλύκισμα ἀναμενόμενον καί μή πραγματοποιούμενον δέν εἶνε μία κοινή δυστυχία, διά μικρούς καί διά μεγάλους. Καί τήν δυστυχίαν αὐτήν τήν ἔφερεν εἰς τό σπίτι του ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς ἐνόμιζεν ὅτι φέρνει τήν εὐτυχίαν. Δι’ αὐτό ἀκριβῶς εἶπα, ὅτι πρέπει νά εἴμεθα ἐπιεικεῖς πρός τούς λησμονοῦντας. Εἶνε δυστυχεῖς ἄνθρωποι.

Καί εἶνε πολλοί, ἔγειναν παραπολλοί εἰς τάς ἡμέρας μας. Εἰς τά τράμ, εἰς τούς σιδηροδρόμους, εἰς τά ἁμάξια, εἰς τά καφενεῖα τά ἀδέσποτα ἀντικείμενα αὐξάνουν καί πληθύνονται καθημερινῶς. Καί δέν εἶνε μόνον γλυκίσματα. Εἶνε βαρύτιμα ἀντικείμενα, πολύ συχνά, καί εἶνε κἄποτε χρήματα χιλιάδες. Μήπως δέν ἐλησμονήθη πρό ὀλίγων ἐτῶν ἕνα δέμα χαρτονομισμάτων ἀξίας εἴκοσι χιλιάδων δραχμῶν εἰς ἕνα βαγόνι τοῦ Ἠλεκτρικοῦ; Τί ἄλλο εἶχε νά ἐνθυμηθῇ ὁ εὐλογημένος αὐτός ἄνθρωπος, ὥστε νά λησμονήσῃ μίαν περιουσίαν ποῦ μετεκόμιζε; Καί ὅμως! Αὐτή εἶνε ἡ παροῦσα κατάστασις τῶν ἀνθρωπίνων ἐγκεφάλων.

Εἰς παλαιοτέραν ἐποχήν οἱ ἀφῃρημένοι καί οἱ ἐπιλήσμονες ἐμετροῦντο εἰς τά δάκτυλα. Τούς ἔδειχναν εἰς τόν δρόμον. Ἦσαν τύποι. Ὁ Λάνδερερ π.χ., ποῦ εἶχε λησμονήσει τό ὄνομά του εἰς τήν θυρίδα τοῦ Ταχυδρομείου, ἔμεινεν εἰς τήν Ἱστορίαν. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν νά σκεφθοῦν ὡρισμένα πράγματα καί δι’ ὡρισμένα νά φροντίσουν. Δέν διεσταυροῦντο μέσα εἰς τόν ἐγκέφαλόν των τά πλέον ἀντίθετα καί ἀντιφατικά πράγματα. Ἡ ζωή δέν εἰσωρμοῦσε καθημερινῶς μέσα εἰς τό πτωχόν καί στενόχωρον ἀνθρώπινον κρανίον σύρουσα ὄπισθέν της καραβάνια ἰδεῶν καί φροντίδων. Σήμερον τά πράγματα ἤλλαξαν. Ἕνας ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος, προωρισμένος ἀπό τήν Φύσιν διά τάς ἀνάγκας ἑνός μόνον ἀνθρώπου, δέν ἐπαρκεῖ πλέον εἰς τόν σημερινόν κάτοχόν του. Τοῦ χρειάζονται δέκα. Καί κἄποτε δέν ἔχει οὔτε τόν ἕνα. Δέν ἔχει οὔτε τόν μισόν.

Καί οἱ ἄνθρωποι λησμονοῦν. Ἄς εἴμεθα ἐπιεικεῖς! Ἐγώ τοὐλάχιστον ἐσυγχώρησα σήμερον τό πρωΐ κἄποιον δυστυχῆ, μολονότι μοῦ ἔκαμε πολύ κακόν μέ τήν ἐπιλησμοσύνην του. Ἐδικαιολογήθη ὅμως ἐπαρκῶς.

– Πῶς νά μήν ξεχάσω, ἀδελφέ; μοῦ εἶπε. Δέν φτάνουν τά ἄλλα βάσανα! Εἶνε τώρα κι’ αὐτές ᾗ μεταξωτές κάλτσες…

Θά ἤμουν τέρας, ἐάν δέν τόν ἐσυγχωροῦσα.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Τό πρωτοσέλιδο τῆς «Ἑστίας» γιά τήν νέα γενιά στά χείλη τοῦ ράπερ Λέξ!

Εφημερίς Εστία
Ὁ εὐθύς Θεσσαλονικιός ἑρμήνευσε μπροστά σέ 120.000 νέες καί νέους, σέ δύο διαδοχικές συναυλίες στό ΟΑΚΑ, τήν «Χειρότερη Γενιά», οἱ στίχοι τῆς ὁποίας περιλαμβάνουν ἀναφορά στήν ἐφημερίδα μας Ἔκρηξις κοινωνικῆς ἀμφισβητήσεως ἀπό τήν νεολαία

Παιχνίδια παραγραφῆς μέ τό Γνωμοδοτικό Τριαντόπουλου

Μανώλης Κοττάκης
OTAN τέθηκε γιά πρώτη φορά τό ζήτημα τῆς συνθέσεως τοῦ Γνωμοδοτικοῦ Συμβουλίου πού θά κληθεῖ νά ἀξιολογήσει ὡς «φυσικός δικαστής» τήν ὑπόθεση Τριαντόπουλου, ἡ Βουλή καί τό Ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης διχάστηκαν γιά τό ποιός εὐθύνεται, πού στήν λίστα τῶν πρός κλήρωση δικαστῶν περιλαμβάνονταν κάποιοι πού ἀπεῖχαν ἕναν μῆνα ἀπό τήν συνταξιοδότηση.

Ἀκρίβεια-φωτιά σέ ὑπηρεσίες καί τρόφιμα ἐξ αἰτίας νέας πληθωριστικῆς ἐκρήξεως

Εφημερίς Εστία
Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ὄχι μόνο δέν ὑποχωρεῖ, ἀλλά ἀντιθέτως ἀκολουθεῖ ἀνοδική πορεία τούς τελευταίους δύο μῆνες.

Ἕνα κι ἕνα δέν μπορεῖ νά κάνουν ἕνδεκα

Δημήτρης Καπράνος
Ἀρκεῖ μία καί μόνη ματιά στό σημερινό –ὁμιχλῶδες καί δυσδιάκριτο– πολιτικό μας σκηνικό, γιά νά περιπέσουμε σέ βαθειά μελαγχολία.

Παρασκευή, 2 Ἰουλίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
O ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΠΑΣΙΜΟ