Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Νοεμβρίου 1925
Ἕνας ἀναγνώστης μου μοῦ γράφει: «Λαμβάνω τήν τιμήν νά σᾶς ἀπασχολήσω ἐπί ἑνός θέματος κυριολεκτικῶς γελοίου. Πρόκειται δηλ. περί κάποιου ἐλαττώματος, πού ἔχω ἐκ γενετῆς, καί ἐπί τοῦ ὁποίου ἤθελα νά ζητήσω τήν γνώμην σας. Τό ἐλάττωμά μου εἶναι νά γελῶ διαρκῶς. Αὐτό θά ἦτο πολύ εὐχάριστον, ἄν γελοῦσα στήν πρέπουσαν περίστασιν. Σ’ ἐμένα ὅμως συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετον. Γελῶ, ὅταν δέν πρέπει. Καί σᾶς φέρνω ἕνα τραγικόν παράδειγμα.
Ὅταν βρίσκομαι, λόγου χάριν, σ’ ἕνα κύκλον ἀνθρώπων, πού συλλυποῦνται ἕναν ἄλλον διά τόν θάνατον προσφιλοῦς των προσώπου, ἀντί νά λάβω τό σοβαρόν καί περίλυπον ὕφος, πού ἁρμόζει εἰς τήν περίστασιν, ἀρχίζω νά γελῶ. Ἀδύνατον νά συγκρατήσω τόν ἑαυτόν μου. Γιατί; θά πού πῆτε. Ἴσως νά σκέπτωμαι τήν ἀνθρωπίνην ὑποκρισίαν, ἴσως νά μοῦ κάνη κωμικήν ἐντύπωσιν ἡ προσποίησις πενθούντων καί συλλυπουμένων, ἴσως νά βλέπω, βαθύτερα ἀπό τούς ἄλλους, εἰς τήν πραγματικότητα τῶν ἐγκοσμίων, ἴσως νά πρόκειται ἁπλῶς περί νευρικοῦ φαινομένου. Ἀδιάφορον. Γελῶ. Καί εἶναι ἀδύνατον νά συγκρατήσω τά γέλια μου. Αὐτό, ἐννοεῖται, μοῦ συμβαίνει ἀπό τά μικρά μου χρόνια. Ἔχω τιμωρηθεῖ ἀπό τούς γονεῖς μου καί ἀπό τούς δασκάλους μου, ἔχω δαρθεῖ ἀπό τούς συμμαθητάς μου, ἔχω πληρώσει τό γέλιο μου αὐτό ἀκριβά, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων. Ἡ ἡλικία, ἀντί νά μέ θεραπεύση, μ’ ἐχειροτέρευσε. Τό ἐλάττωμά μου γίνεται καθημερινῶς ἐντονώτερον.
Εἶμαι ὑποχρεωμένος νά μήν ἀκολουθῶ κηδείας, νά μή συχνάζω εἰς διαλέξεις καί συναυλίας, ν’ ἀποφεύγω κάθε σοβαράν συναναστροφήν, ὅπου τό ἐλάττωμά μου θά μέ ἐξέθετεν εἰς ἀνυπολογίστους συνεπείας. Ἡ μόνη ἀπόλαυσις, πού μοῦ ἀπομένει, εἶναι τό κωμικόν θέατρον. Ἀλλά ἐκεῖ ἀκριβῶς, πού θά ἤμουν ἐλεύθερος νά γελῶ, δέν κατορθώνω ποτέ νά γελάσω. Καί, ἄν γελάσω καμμιά φορά, γελῶ ἀκριβῶς στά σαχλότερα σημεῖα καί γίνομαι γελοῖος καί στούς ἄλλους. Ἐννοεῖται, ὅτι τό φοβερόν μου αὐτό ἐλάττωμα δέν εἶναι καθόλου γιά γέλια. Σπουδάζω Νομικά. Αὔριον, ἄν δέν γελάσω στάς ἐξετάσεις μου κατά πρόσωπον τῶν καθηγητῶν μου , καί κατορθώσω νά πάρω τό δίπλωμά μου, θά γίνω δικηγόρος. Ἀλλά ποιός θά μοῦ ἐμπιστευθῇ ποτέ μίαν ὑπόθεσίν του, ἐφ’ ὅσον δέν θά μοῦ εἶναι δυνατόν νά τήν ὑποστηρίξω σοβαρῶς ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων; Βλέπετε, λοιπόν, πόσον τραγική εἶναι ἡ θέσις μου. Καί ὅμως γελῶ. Γελῶ ἀκόμη καί τήν στιγμήν αὐτήν, πού σᾶς γράφω, μέ τόσην σοβαρότητα. Ἀλλοίμονον! Δέν τολμῶ νά ἔλθω προσωπικῶς νά ζητήσω τήν γνώμην σας καί νά σᾶς συμβουλευθῶ, διότι κινδυνεύω νά μέ γκρεμίσετε ἀπό τίς σκάλες τοῦ γραφείου σας. Ἄν νομίζετε ὅτι μπορεῖτε νά μοῦ δώσετε μίαν καλήν συμβουλήν, λυπηθῆτε με καί δῶστε μού την ἀπό τήν σκάλαν σας».
Ὁμολογῶ ὅτι, εἰς τό ἄθλιον αὐτό ἐπάγγελμά μου, ἔχω λάβει περισσοτέρας γελοίας ἐπιστολάς παρά σοβαράς. Σοβαρωτέραν, ὅμως, ἀπ’ αὐτήν δέν ἔλαβα ποτέ μου. Τό ἀρχαῖον ρητόν λέγει ὅτι «γελᾶ δ’ ὁ μωρός, κάν τι μή γελοῖον ᾖ». Ἰδού ὅμως ἕνας ἄνθρωπος, πού γελᾶ «κάν τί μή γελοῖον ᾖ» καί ἐν τούτοις ὄχι μόνον δέν εἶναι μωρός ἀλλά καί ὁ δυστυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Τί νά τόν συμβουλεύσω καί πῶς νά φανῶ χρήσιμος; Εἰς τόν κόσμον αὐτόν ὅπου οἱ ἄνθρωποι γελοῦν ὅταν πρέπει νά κλαῖνε, καί κλαῖνε ὅταν πρέπει νά γελοῦν, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, πού γελᾶ διαρκῶς, εἶναι ἀδύνατον νά ζήση. Καί ὅμως εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος πού ἔχει κατά βάθος δίκαιον εἰς τήν ἐποχήν μας. Ὁπωσδήποτε, ἐπειδή δέν εἶμαι εἰς θέσιν νά τοῦ δώσω οὔτε καλήν οὔτε κακήν συμβουλήν –θά γελάση καί μέ τάς δύο–, τοῦ ἀπευθύνω μίαν θερμήν παράκλησίν μου.
Νά γελᾶ καί εἰς λογαριασμόν μου, διά τά διάφορα πράγματα πού συμβαίνουν καθημερινῶς εἰς τήν ἐποχήν μας. Καί ἄν εὑρεθοῦν καί ἄλλοι νά τοῦ δώσουν τήν ἰδίαν ἐξουσιοδότησιν, θά δημιουργήση ἕνα ἐπάγγελμα πολύ καλύτερον ἀπ’ αὐτό πού ἐδιάλεξε. Θά γελᾶ γιά λογαριασμόν του καί γιά λογαριασμόν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού αἰσθάνονται, ὅπως κάποιος σοφός, τήν ἀνάγκην νά γελάσουν, γιά νά μήν ἀναγκασθοῦν νά κλάψουν. Καί δέν μποροῦν νά γελάσουν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

