Τό ἀδημοσίευτο ἔγγραφο Καραμανλῆ γιά Ἐλ. Βενιζέλο

«Ὁ θρίαμβος τῶν Σεβρῶν περιέκλειε τό σπέρμα τῆς καταστροφῆς»

ΕΝΑ ΣΠΑΝΙΟ ντοκουμέντο φέρνει στό φῶς τῆς δημοσιότητος σήμερα ἡ «Ἑστία»: τίς σκέψεις τοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ γιά τόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Περιέχονται στό βιβλίο τῆς δημοσιογράφου Εὔας Νικολαΐδου «Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς. Ἡ ἀνθρώπινη πλευρά του», τό ὁποῖο κυκλοφορεῖ ἀπό τίς «Ἐκδόσεις Σιδέρη» καί θά παρουσιασθεῖ τήν προσεχῆ Τετάρτη ἀπό τήν Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ, τόν Γιῶργο Κοντογιώργη καί τήν Εὔη Δεμίρη στό Πολεμικό Μουσεῖο. Τό ἔγγραφο αὐτό πού περιέχει πλῆθος αὐτοβιογραφικῶν στοιχείων συνετάχθη ἀπό τόν ἴδιο τόν Καραμανλῆ τό 1968 καί περιλαμβάνεται στόν πρῶτο τόμο τοῦ Ἀρχείου του, ὁ ὁποῖος κυκλοφόρησε ὅταν ὁ ἴδιος ἦταν ἐν ζωῆ. Ὡστόσο ἀπό τήν ἀντιπαραβολή πού κάναμε μεταξύ τοῦ ἐγγράφου τῶν Ἀρχείων καί ἐκείνου πού ἐδόθη στήν δημοσιογράφο Εὔα Νικολαΐδου ἀπό τό Ἵδρυμα διαπιστώσαμε ὅτι τό πρῶτο ἐδημοσιεύθη σέ ἀποσπάσματα χωρίς μερικές κρίσιμες ἀποκαλύψεις, ἐνῶ τό δεύτερο πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο, πού μόλις κυκλοφόρησε, δημοσιεύεται ἀτόφιο. Μέ ἀποκαλύψεις. Ἐπικοινωνήσαμε γιά ἀσφάλεια μέ τούς ὑπευθύνους τοῦ Ἱδρύματος καί ἐπιβεβαιώσαμε τήν διαπίστωσή μας. Οἱ σκέψεις τοῦ Καραμανλῆ γιά τόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο δημοσιεύονται γιά πρώτη φορά. Ἀποδεσμεύονται. Ἀλλά καί μερικές σκέψεις τοῦ Καραμανλῆ γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ὅπως γιά τό κόμπλεξ κατωτερότητος πού τόν κατέτρυχε λόγω καταγωγῆς καί τόν ἀνάγκαζε νά θέλει νά εἶναι πρῶτος γιά νά τό νικήσει, ἀλλά καί γιά τόν τραχύ χαρακτῆρα του, ἐπίσης δημοσιεύονται γιά πρώτη φορά. Ὁ Καραμανλῆς ὁμιλεῖ ἰσορροπημένα γιά τόν Βενιζέλο. Τοῦ ἔδωσε δίκαιο στήν ἀντιπαράθεση μέ τόν Βασιλέα, ἀλλά ὑπεστήριζε ὅτι ὁ θρίαμβός του στίς Σέβρες περιέκλειε τό σπέρμα τῆς καταστροφῆς πού ὁδήγησε στήν ἐθνική τραγωδία τοῦ 1922. Ἀποκαλύπτει ἐπίσης μιά ἐπίθεση ὀπαδῶν τοῦ Βενιζέλου στήν οἰκία του στήν Πρώτη μετά ἀπό ἐκλογές, ἡ ὁποία ἀπετράπη τήν τελευταία στιγμή μετά ἀπό παρέμβαση τοῦ ἰατροῦ τοῦ χωριοῦ.

Ὅλο τό ἀδημοσίευτο ντοκουμέντο Καραμανλῆ, ὁ ὁποῖος δήλωσε στήν δημοσιογράφο πρίν ἀπό πολλά χρόνια ὅτι «ἡ ἐμπιστοσύνη εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ἐπιτυχίας» καί ὅτι «τήν τιμή τῶν ἀνθρώπων τήν ἐκτιμῶ μέ τό ἠθικό κῦρος καί μόνο», ἔχει ὡς ἑξῆς:

«[…] Ἡ Βουλγαρία μετά πολλούς δισταγμούς εἰσήρχετο τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1915 εἰς τόν πόλεμον παρά τό πλευρόν τῶν κεντρικῶν δυνάμεων. Ἡ γνωστή διαφωνία Κωνσταντίνου – Βενιζέλου ἔπαιρνε ὀξυτέραν ἀλλά καί οὐσιαστικωτέραν μορφήν καί ὁδηγοῦσε μεταξύ τῶν ἄλλων καί εἰς τήν κατάληψιν ὑπό τῶν Βουλγάρων τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καί Θράκης.

Γιά τήν διαφωνίαν αὐτή ἡ ὁποία ἐξελίχθη εἰς ἐθνικόν διχασμόν καί παρακολουθεῖ μέχρι σήμερον σάν κατάρα τήν ζωή τοῦ Ἔθνους, ἐγράφησαν πολλά. Καί ἀπεδείχθη ὅτι ἡ θέσις τοῦ Βενιζέλου ὑπῆρξεν ἡ ὀρθή. Ἡ ὀρθότης ἄλλωστε τῆς θέσεως αὐτῆς δέν ἀπεδείχθη μόνον ἀπό τό ἀποτέλεσμα. Ἦτο ἐξ ἀρχῆς λογικῶς θεμελιωμένη. Ἡ γεωγραφική θέσις τῆς Ἑλλάδας, ὁ συσχετισμός τῶν δυνάμεων τῶν ἐμπολέμων, ἡ ὕπαρξις ἀλύτρωτων τμημάτων τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τέλος αἱ πάγιαι διαφοραί μας μέ τήν Τουρκίαν καί τήν Βουλγαρίαν, προσδιόριζαν σαφῶς καί ἐπιτακτικῶς τήν θέσιν τῆς Ἑλλάδος.

Πάντως, ὑπό τήν ἐπήρειαν τῶν παθῶν τά ὁποῖα ἀνεπτύχθησαν, τό κατ’ ἐξοχήν αὐτό ἐθνικό θέμα ὁδήγησε εἰς ἐμφύλιον σπαραγμόν. Οἱ ἀθλιότητες πού διεπράχθησαν κατά τήν περίοδον ἐκείνη ἀπό Ἕλληνες καί ξένους ὑπῆρξαν πρωτοφανεῖς.

Συνομωσίαι, προδοσίαι, δολοφονίαι, ἐνθαρρυνόμενοι καί ἀπό τούς ξένους οἱ ὁποῖοι βαναύσως ἐπενέβαιναν εἰς τά ἐσωτερικά τῆς χώρας, συνθέτουν τήν εἰκόνα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Καί εἶναι μέν ἀληθές, ὅτι διά μέσου τῶν ἀθλιοτήτων αὐτῶν ἐφτάσαμεν χάρις εἰς τήν πολιτικήν ἱκανότητα τοῦ Βενιζέλου εἰς τόν θρίαμβον τῶν Σεβρῶν, ἀλλά εἶναι ἐξ ἴσου ἀληθές ὅτι ὁ θρίαμβος περιέκλειε τό σπέρμα τῆς καταστροφῆς. Στά θεμέλιά του ὑπῆρχεν ὁ διχασμός πού ὁδήγησεν εἰς τό 1920 καί τελικά στήν ἐθνική τραγωδία τοῦ 1922. Γιά νά ἀποδειχθεῖ γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι καί ἡ καλλίτερη πολιτική ἀποτυγχάνει ὅταν διασπᾷ τήν ἑνότητα τοῦ ἔθνους, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκριζωθεῖ ὁ πανάρχαιος καί ἀκμαίων ἑλληνισμός τῆς Ἰωνίας καί νά ἀναγκασθεῖ ἡ πτωχή Ἑλλάς τῶν 6,000,000 κατοίκων νά ὑποδεχθεῖ καί νά ἀφομοιώσει 1.500.000 προσφύγων.

[…] Τό 1918 μετά τήν ἀποχώρησιν τῶν Βουλγάρων, ἐσυνέχισα τά μαθήματα τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, τό δέ 1919 μ’ ἔστειλαν οἱ γονεῖς μου στό ἡμιγυμνάσιον τῆς Νέας Ζύχνης. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη πόσο βαριά μοῦ φάνηκε ἡ ξενιτιά καί μοῦ φάνηκε βαριά γιατί ἀπό παιδί εἶχα μιά δυσκολία πού μέ παρηκολούθησε σ’ ὅλη μου τήν ζωή, νά ἐξοικειώνομαι μέ καινούργιους ἀνθρώπους. Ἀμφιβάλλω δέ ἄν θά μποροῦσα νά ἀντέξω καί νά συνεχίσω τίς σπουδές μου ἐάν ἡ οἰκογένεια πού μέ φιλοξενοῦσε δέ μοῦ ἔδειχνε πραγματική καλοσύνη. Μετά ἕναν χρόνο μετεγράφην εἰς τό γυμνάσιο τῶν Σερρῶν, ὅπου ἐφοίτησα ἐπί τριετίαν καί ἐν συνεχείᾳ εἰς τό ὄγδοον γυμνάσιο Ἀθηνῶν ἀπ’ ὅπου πῆρα τό 1925 τό ἀπολυτήριόν μου. Τόν ἴδιο χρόνο ἐνεγράφην εἰς τήν Νομικήν Σχολή Ἀθηνῶν. Τά καλοκαίρια πήγαινα στό χωριό καί βοηθοῦσα στίς γεωργικές ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Ἀπέκτησα ἔτσι προσωπική πεῖρα καί τοῦ μόχθου καί τῆς ἀγωνίας τοῦ καπνοπαραγωγοῦ, πού δέν μπορεῖ νά ξέρῃ ποτέ τό εἰσόδημα τῆς χρονιᾶς του, ἀφοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τίς καιρικές συνθῆκες καί ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀστάθειαν τῶν τιμῶν. Τό χωριό δέν ἔχει βέβαια γιά τούς μονίμους κατοίκους του τόν εἰδυλλιακόν χαρακτῆρα πού τοῦ ἀποδίδουν οἱ ζωγράφοι καί οἱ ποιηταί. Ἡ ζωή ὅταν μάλιστα εἶναι ἀδικημένη καί ἀπό τήν φύσιν εἶναι δυσάρεστη γιατί στόν μόχθο καί στήν ἀνέχεια προστίθεται καί ἡ ἀνία. Εἶναι ὅμως καί μοναδικό σχολεῖο γιά κεῖνον πού θέλει νά μελετήσει τούς ἀνθρώπους καί νά κάνῃ παρατηρήσεις κοινωνικές. Στό χωριό οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, οἱ ἀρετές καί οἱ κακίες των, οἱ ἐπιτυχίες καί οἱ ἀποτυχίες των ἔχουν ἁπλήν, πρωτόγονον θά ἔλεγα μορφήν καί ὡς ἐκ τούτου συλλαμβάνονται καί ἐξηγοῦνται εὐκολότερον. Στό σχολεῖο αὐτό ἐπῆρα μαθήματα πού ἀπεδείχθησαν χρήσιμα στήν ὑπόλοιπον ζωή μου.

[…] Ἐν τῷ μεταξύ ἡ οἰκογένειά μου μεγάλωσε, τά οἰκονομικά της ἐπιδεινώθηκαν λόγω τῆς καπνικῆς κρίσης καί οἱ δυσκολίαι ἐπολλαπλασιάσθησαν. Διήνυα τό δεύτερον ἔτος τοῦ Πανεπιστημίου, ὅταν ὁ πατέρας μου μοῦ ἔγραψε ὅτι ἀδυνατεῖ νά χρηματοδοτήσει περαιτέρω τάς σπουδάς μου. Ἐνθυμοῦμαι τήν θλῖψιν πού ἐξέφραζε τό γράμμα του καί διότι θά διέκοπτα τάς σπουδάς μου, ἀλλά καί διότι ὁ συνεταιρισμός τοῦ χωριοῦ τοῦ ἠρνήθη δάνειον μέ τήν δήλωσιν ὅτι “δέν εἶναι ἀνάγκη νά σπουδάζει καί τά παιδιά του ὅπως δέν σπουδάζουν καί τά δικά μας”. Τά ἀνθρώπινα πάθη στίς μικρές κοινωνίες ἐκδηλώνονται πιό ἔντονα παρά στίς μεγάλες. Καί εἶναι φυσικόν αὐτό, δεδομένου ὅτι ὁ φθόνος πού εὑρίσκεται στήν ρίζα ὅλων τῶν παθῶν δέν ἀναπτύσσεται παρά μεταξύ γνωστῶν καί ὁμοίων.

Τότε εὑρέθηκα στήν ἀνάγκην νά ἐργασθῶ καί γιά νά συνεχίσω τίς σπουδές μου. Ἀνέλαβα τήν ἀντιπροσωπείαν μιᾶς ἀσφαλιστικῆς ἑταιρείας καί περιερχόμην εἰς τά χωριά τῆς Μακεδονίας, κάνοντας ἀσφαλιστικά συμβόλαια. Εἰς τήν προσπάθειαν αὐτήν ἐπέτυχα πέρα πάσης προσδοκίας καί ἐκέρδιζα τόσα χρήματα, ὥστε ὄχι μόνον νά καλύπτω τά δικά μου ἔξοδα, ἀλλά νά σπουδάζω καί τόν δεύτερον ἀδελφόν μου καί νά ἐξοφλῶ τοκογλυφικά χρέη τοῦ πατρός μου. Ἐνθυμοῦμαι δέ τήν βαθεῖα ἱκανοποίησιν πού αἰσθάνθηκα, ὅταν ἀφοῦ συγκέντρωσα ἀξιόλογον ποσόν ἐπῆγα στό χωριό μέ δῶρα γιά τά ἀδέλφια μου καί παρήγγειλα στό μπακάλη μιά σημαντική ποσότητα τροφίμων γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ, πού πράγματι ὑπέφερε. Ὑπό τάς συνθήκας αὐτάς ἐτελείωσα τάς σπουδάς μου χωρίς τακτικήν φοίτησιν εἰς τό πανεπιστήμιον. Ἐδῶ πρέπει νά σημειώσω ὅτι οὔτε ὡς μαθητής οὔτε ὡς φοιτητής ὑπῆρξα ὑπόδειγμα ἐπιμελείας καί εὐταξίας. Εἶχα ἔκτοτε ἀνεπτυγμένον τό αἴσθημα τῆς κυριαρχίας καί ἤθελα νά ἐπιβάλλομαι εἰς τό περιβάλλον πού εὑρισκόμην κάθε φορά. Σ’ αὐτό μέ ἐνθάρρυνε ἡ ὑπεροχή πού εἶχα σέ φυσικήν δύναμιν, ἀλλά μέ ὠθοῦσε καί ἡ ἀνάγκη νά ξεπεράσω ἕνα σύμπλεγμα κατωτερότητος τό ὁποῖον φαίνεται νά μέ κατεῖχε ἀπό τά παιδικά μου χρόνια. Γιά νά μήν αἰσθάνομαι κατώτερος ἤ γιά νά αἰσθάνομαι ἴσος, ἔπρεπε, ὅπως ἔλεγε ὁ Ντισραέλλι, νά εἶμαι πρῶτος.

[…] Ὀλίγους μῆνας μετά τήν ἐγκατάστασίν μου εἰς τάς Σέρρας ἡ χώρα εἰσήρχετο εἰς προεκλογικήν περίοδον μέσα σ’ ἕνα κλῖμα ἐντόνου πολιτικοῦ φανατισμοῦ. Ὁ Βενιζέλος πού ἦτο τό ἐπίκεντρον τοῦ διχασμοῦ τοῦ 1915, ἔκανε τό σφάλμα νά ἐπανέλθῃ εἰς τήν πολιτικήν τό 1928. Καί τό χαρακτηρίζω σφάλμα, διότι ἐπανῆλθεν εἰς μίαν στιγμήν πού ὁ τόπος δέν εἶχεν ἀνάγκην τῶν ὑπηρεσιῶν του.

Μετά τάς ἐκλογάς τοῦ 1926 πού ὁδήγησαν εἰς οἰκουμενικήν κυβέρνησιν, εἶχαν ἀμβλυνθεῖ τά παλαιά πάθη, ἐψηφίσθη τό νέον σύνταγμα, ἔγινε ἡ νομισματική σταθεροποίησις, ἐτακτοποιήθη τό ἀποτακτικόν καί παρά τάς συχνάς διαφωνίας ἡ κυβέρνησις ἐκείνη ἀσχολεῖτο μέ τήν ἀνασύνταξιν καί τήν ἀνάπτυξιν τῆς χώρας.

Ὁ Βενιζέλος ἐπανῆλθεν προφανῶς μέ τήν ἀγαθήν πρόθεσιν τῆς ἐθνικῆς συμφιλιώσεως. Καί μέ τήν φιλοδοξίαν νά ἀναπτύξει καί νά καταστήσει “ἀγνώριστον” ὅπως ἔλεγε τήν Ἑλλάδα. Δέν ἀντελήφθη ὅμως ὅτι εἶχε ξεπεραστεῖ ἀπό τά γεγονότα καί ὅτι ἡ ἐπάνοδός του μοιραίως θά ἀναζωπύρωνε τά πάθη. Πράγματι ἡ ἐπάνοδός του προκάλεσε θύελλα καί ὄχι μόνον οἱ ἀντίπαλοί του ἀλλά καί οἱ παλαιοί του συνεργάτες ὅπως ὁ Καφαντάρης, Παπαναστασίου κ.λπ. τοῦ ἐπετέθησαν μέ ὁρμή. Τόν κατηγόρησαν τότε –καί ὄχι ἀδίκως– ὅτι ἐνήργησαν κατά τρόπον ἀντιδημοκρατικό, δεδομένου ὅτι οὔτε ὁ σχηματισμός τῆς κυβερνήσεώς του οὔτε ἡ διάλυσις τῆς Βουλῆς οὔτε καί ἡ καθιέρωσις τοῦ ἐκλογικοῦ Νόμου ἐγένοντο κατά τρόπον Κοινοβουλευτικῶς καί Συνταγματικῶς ἀδιάβλητον.

Καί ἐκέρδισεν μέν τάς ἐκλογάς τό 1928 μέ μεγάλην πλειοψηφίαν, ἀλλά ἡ νίκη αὐτή ἀντί νά κατασιγάσει ὄξυνε τά πάθη καί ἐνέτεινε τάς ἀντιδράσεις. Ὁ Βενιζέλος μή ἀνεχόμενος τάς ἐπιθέσεις τῶν ἀντιπάλων του αἱ ὁποῖαι προϊόντος τοῦ χρόνου ἔφθασεν εἰς ἀνεπιτρέπτους ὑπερβολάς, ἀντέδρασε μέ τοιαύτη ζωηρότητα, ἀλλά καί αὐταρχικότητα, ὥστε νά ἐπαναφέρει ἄθελά του τό κλῖμα τοῦ παλαιοῦ διχασμοῦ.

Ἀποτέλεσμα τῆς ὀξύτητος αὐτῆς ἦτο τό κίνημα τοῦ Πλαστήρα τό 1933, ἡ ἐναντίον του δολοφονική ἀπόπειρα τόν ἴδιο χρόνο, τό ἀχαρακτήριστον κίνημα τοῦ 1925 καί τέλος ἡ δικτατορία τοῦ 1936.

Τῆς ὀξύτητος πού προκάλεσε ἡ ἐπάνοδος τοῦ Βενιζέλου εἰς τήν πολιτικήν ἔγινα καί ὁ ἴδιος μάρτυς ὑπό τάς ἀκολούθους συνθήκας: Κατά τάς ἐκλογάς τοῦ 1928 συνέβη νά εὑρίσκομαι στό χωριό μου, ὅπου ἐπλειοψήφισε ἡ ἀντιβενιζελική παράταξις. Οἱ ὀπαδοί της ἀγνοοῦντες τά γενικά ἀποτελέσματα ἑόρτασαν θορυβωδῶς τήν νίκην των, ἐνῷ οἱ ἀντίπαλοί των ἀπεσύρθησαν μελαγχολικοί στά σπίτια τους. Ὅταν ὅμως ἀργά τό ἑσπέρας ἐγνώσθη ἡ συντριπτική νίκη τοῦ Βενιζέλου ἀνεστράφησαν οἱ ὅροι. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι θά ἦσαν περασμένα μεσάνυχτα ὅταν ἤρχησαν νά χτυποῦν δαιμονιωδῶς οἱ καμπάνες τοῦ χωριοῦ γιά τήν σύναξιν τῶν βενιζελικῶν καί τήν εἴδησιν πού μᾶς ἔφεραν ὅτι ἑτοίμαζαν ἐπίθεσιν κατά τοῦ σπιτιοῦ μας πού ἐθεωρεῖτο ὡς τό κορυφαῖον ἀντιβενιζελικόν. Οἱ φίλοι τοῦ πατέρα μου πληροφορηθέντες τά ἀνωτέρω, ἔτρεξαν στό σπίτι μας ὁπλισμένοι μέ ὅ,τι πρόχειρον βρῆκε ὁ καθένας τους. Ἐπεράσαμεν μία δύο ὧρες πράγματι τραγικές, ἀναμένοντες τήν ἐπίθεσιν τήν ὁποίαν τελικῶς ἀπέτρεψεν ὁ γιατρός τοῦ χωριοῦ καί ἡ ὁποία ἐάν πραγματοποιεῖτο θά εἶχε θύματα πολλά.

Αἱ ἐναλλασσόμεναι σκηναί τῆς ἡμέρας ἐκείνης πού ἔφθαναν ἀπό τό γελοῖο ὥς τό τραγικόν, προκάλεσαν τέτοιες ἀντιδράσεις στήν ψυχήν μου, ὥστε νά τήν καταστήσουν ἀπρόσβλητον ἀπό τό πάθος τό πολιτικόν καί νά μοῦ ἐμπνεύσουν ἀργότερα τήν φιλοδοξίαν νά συμβάλω στόν τερματισμόν τοῦ ἐθνικοῦ ἐκείνου διχασμοῦ.»

Κεντρικό θέμα