Στόν ὁρίζοντα προβάλλει ἡ διαπλοκή τοῦ ἑνός

Ὁ διευθυντής τῆς «Ἑστίας» Μ. Κοττάκης στό Συνέδριο τῆς Ἑνώσεως Εὐρωπαίων Δημοσιογράφων. Ἀριστερά ἡ κ. Ματρώνη Δικαιάκου καί δεξιά ἡ κ. Irina Nedeva (PHOTO: ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΟΣ)

Ἡ «Ἑστία» στό Συνέδριο Εὐρωπαίων Δημοσιογράφων – «Ἡ σκέψη πεθαίνει», ὄχι ὁ Τύπος

ΝΑ ΤΑΡΑΞΕΙ τά λιμνάζοντα ὕδατα ἐπεχείρησε ἡ «Ἑστία» μέ τήν συμμετοχή της στό Συνέδριο τῆς Ἑνώσεως Εὐρωπαίων Δημοσιογράφων στήν Αἰτωλοακαρνανία τό περασμένο Σαββατοκύριακο. Ὁ Διευθυντής τῆς ἐφημερίδος κ. Μανώλης Κοττάκης μετεῖχε σέ πάνελ, τό ὁποῖο συντόνισε ἡ δημοσιογράφος Ματρώνη Δικαιάκου καί οἱ συνάδελφοι William Horslev (τέως ἀντιπρόεδρος, ἐκπρόσωπος γιά θέματα ἐλευθερίας τοῦ Τύπου στό Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης), Χάρης Καρανίκας (Protagon.gr), Ιrina Nedeva (Πρόεδρος Βουλγαρικοῦ Τμήματος Ἑνώσεως Εὐρωπαίων Δημοσιογράφων) καί Κλημεντίνη Διακομανώλη (ἐπί κεφαλῆς γραφείου Τύπου Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς στήν Ἑλλάδα).

Ἡ ὁμιλία τοῦ Διευθυντοῦ τῆς «Ἑστίας» περιεῖχε ἰσχυρή δόση αὐτοκριτικῆς γιά τήν καταβαράθρωση τῆς ἀξιοπιστίας τῶν ΜΜΕ ἀλλά καί εὐθεῖες βολές ἐναντίον Κυβερνήσεως καί μηντιαρχῶν, πού ὑπερβαίνουν τούς ρόλους τους.


«Ἐργάζομαι ἐπαγγελματικά ἀπό τό 1989. Τότε πού στήν Ἑλλάδα σημειώθηκε ἡ ἄνοιξη τῆς ἐνημέρωσης. Τότε πού γκρεμίστηκε τό κρατικό μονοπώλιο στήν ἐνημέρωση, τόσο στό ραδιόφωνο ὅσο καί στήν τηλεόραση.

Τότε πού πιστέψαμε σέ μιά νέα ἐποχή. Πολύ γρήγορα ἀποφάσισα ὅτι γιά νά εἶσαι ἀνταγωνιστικός σέ αὐτό τό ἐπάγγελμα πρέπει νά παίζεις σέ ὅλες τίς θέσεις. Πρέπει νά ξέρεις νά ἀναμετριέσαι καί μέ τόν ὑπολογιστή, γιά νά γράφεις κείμενα, καί μέ τό μικρόφωνο γιά νά μιλᾶς σέ ἀκροατές, ἀλλά καί νά στέκεσαι μπροστά στά φῶτα τῆς κάμερας γιά νά λές τά νέα. Ὡστόσο, πρέπει νά σᾶς ὁμολογήσω ὅτι εἶμαι ὀπαδός τοῦ χαρτιοῦ.

Στά… ἑλληνικά “ἐφημεριδᾶς”. Ἀγαπῶ τήν μυρωδιά τοῦ χαρτιοῦ, μέ συναρπάζουν τά ξενύχτια γιά τήν προετοιμασία τῆς ἔκδοσης –αὐτοῦ πού γεννιέται– κυρίως, ὅμως, μέ γοητεύει πώς ἡ ἐφημερίδα, σέ ἀντίθεση μέ τό διαδίκτυο καί τά ἠλεκτρονικά μέσα, εἶναι ἕνα συλλογικό προϊόν. Ἀπό τό 1989, πού εἶμαι στίς ἐφημερίδες, δέν ἔχω σταματήσει νά γοητεύομαι ἀπό τήν μάχη πού δίδεται κάθε βράδυ, στίς συσκέψεις πού ἔχουμε, γιά τίς λέξεις πού θά τοποθετήσουμε στό πρωτοσέλιδό μας. Ἀλλά καί γιά τά θέματα πού θά ἱεραρχήσουμε νά προβάλουμε. Μά, προπάντων ἀγαπῶ τήν ἐφημερίδα, ἐπειδή παράγει συναισθήματα καί σέ βάζει σέ διαδικασία νά σκεφτεῖς. Ἀγαπῶ τήν ἐφημερίδα γιατί μπορεῖ νά τρυπώσει στόν χαρτοφύλακα τοῦ καθενός μας, νά μείνει ἐκεῖ καί νά γίνει κτῆμα του ἀνά πᾶσα στιγμή τῆς μέρας. Εἶναι περίεργο ἀλλά στήν ἐποχή τῆς ταχύτητας ἐγώ πιστεύω πώς χρειαζόμαστε νά ἐπιβραδύνουμε τόν χρόνο γιά νά σκεφτοῦμε.

Χρειαζόμαστε ἐφημερίδες νά τίς ἀγαπᾶμε, νά τίς μισοῦμε, νά τούς κάνουμε “σκηνές”, νά τίς πετᾶμε θυμωμένοι πάνω στό γραφεῖο ὅταν διαφωνοῦμε ἀλλά στό τέλος τῆς ἡμέρας, μέ καθαρό μυαλό, νά γυρίζουμε πάντα σέ αὐτές. Στήν μεγάλη ἀγκαλιά τους.

Ἀγαπῶ, τέλος, τίς ἐφημερίδες γιατί μόνο αὐτές κάνουν ἀποκαλύψεις καί παράγουν πολιτικές ἐξελίξεις. Γι’ αὐτό καί σήμερα, στό ἑλληνικό διαδίκτυο, ἡ στήλη μέ τήν μεγαλύτερη ἀναγνωσιμότητα εἶναι τά πρωτοσέλιδα τῶν ἐφημερίδων. Ἀκόμη καί στήν παρακμή μας, ἐμεῖς δείχνουμε ποῦ πάει τό πρᾶγμα. Ὁ Θεός τό θέλησε νά διευθύνω ἀπό τό 2017 τήν παλαιότερη ἐφημερίδα τῆς χώρας. Ὀνομάζεται “Ἑστία” καί κυκλοφορεῖ τρεῖς αἰῶνες τώρα, ἀπό τό 1876. Τήν ὀνομάζω χαϊδευτικά “ἐθνική μαμά” γιατί τά ἔζησε ὅλα: Ἀνεξαρτησίες, πολέμους, κινήματα, διχασμούς, ἐμφυλίους, δικτατορίες, ἀκρωτηριασμούς, δημοκρατίες, ἀκμή, παρακμή. Στά δύο χρόνια τῆς θητείας μου, κάθε βράδυ ὅταν τελειώνω τήν δουλειά καί μπαίνω στό αὐτοκίνητό μου, ἀπευθύνω στόν ἑαυτό μου πάντα τήν ἴδια ἐρώτηση, ἀκόμη καί τίς μέρες ὅταν ἔχουμε αὐξήσει τήν κυκλοφορία μας: Γιατί δέν ἀρέσουμε; Εἶναι μία ἐρώτηση πού ἔκανε κάποτε ἡ Μελίνα Μερκούρη γιά τό κόμμα της. Γιατί πεθαίνουν οἱ ἐφημερίδες; Νομίζω ὅτι ἔχω τίς ἀπαντήσεις. Στήν περίπτωσή μας πρέπει νά κινηθῶ σέ δύο ἄξονες. Στήν εὐθύνη ἡμῶν τῶν δημοσιογράφων καί στήν εὐθύνη τῆς πολιτείας. Στήν Ἑλλάδα, μία χώρα ὅπου οἱ νέοι δηλώνουν ὅτι ἐμπιστεύονται περισσότερο ἀπό τούς δημοσιογράφους καί τούς πολιτικούς τούς φίλους τους στό Facebook καί γνωστούς καλλιτέχνες τοῦ ρόκ, ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ψάχνουμε γιατί μᾶς ἀμφισβητοῦν τόσο.

Θεωρῶ κατ’ ἀρχήν ὅτι δέν πεθαίνουν οἱ ἐφημερίδες. Ἡ σκέψη πεθαίνει. Ἀρνούμαστε νά σκεφτοῦμε. Οἱ λέξεις μας καί οἱ σκέψεις μας δέν παράγουν οὔτε συναισθήματα οὔτε ἐπιχειρήματα. Πεθαίνει ἡ σκέψη γιατί δέν ἀγαπᾶμε τήν γλῶσσα μας. Μιλοῦμε μέ τρόπο πού δέν συναρπάζει, πού δέν συνεπαίρνει, πού δέν ἐμπνέει. Δέν τό «ταξιδεύουμε» τό κοινό μας. Μιλᾶμε ἐπιθετικά, κοφτά, καταγγελτικά, σάν εἰσαγγελεῖς, μέ 300 λέξεις τό πολύ ἕκαστος.

Πεθαίνει ἡ σκέψη γιατί δέν μᾶς ἀρέσει τό ρεπορτάζ. Ἕνα τηλέφωνο ἀπό τό γραφεῖο, ἕνα copy paste ἀπό τό ἴντερνετ, μιά γραπτή δήλωση καί ἰδού τό θέμα. Οὔτε τίς συνεντεύξεις δέν κάνουμε ὁρισμένοι προφορικά. Προσωπικά, μοῦ ἀρέσει νά πηγαίνω σέ καφενεῖα –στήν Ἑλλάδα παράγεται πολιτική καί στά καφενεῖα– καί νά στήνω αὐτί νά ἀκούω τί λέει ὁ κόσμος. Ἄν μπορούσαμε νά ἐπιβιβαστοῦμε σέ ἕνα μαγικό χαλί καί νά πετᾶμε πάνω ἀπό τίς παρέες στά καφενεῖα καί τίς ταβέρνες γιά νά ἀκοῦμε τί λέει ὁ κόσμος γιά ἐμᾶς, θά εἴχαμε ἀποφύγει πολλά μεγάλα λάθη. Πεθαίνει ἡ σκέψη γιατί ὁ κόσμος πολλές φορές δέν ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του στίς λέξεις μας. Πολλές φορές μιλᾶμε μέ τήν ἀγωνία νά γινόμαστε ἀρεστοί στούς λίγους καί στούς ἰσχυρούς. Μά, πότε πότε δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ θέση μας εἶναι πάντα ἐκεῖ, ἀπέναντι: Μέ τούς πολλούς. Τήν κοινή γνώμη εἴμαστε ταγμένοι νά ὑπηρετοῦμε, ὄχι τίς ξιπασμένες ἐλίτ καί τίς ἀναιδεῖς ὀλιγαρχίες. Πεθαίνει ἡ σκέψη γιατί στούς καλούς καιρούς ἀρνηθήκαμε νά μελετήσουμε τό νέο τοπίο πού ἔφερε τό διαδίκτυο γιά νά προσαρμοστοῦμε σέ αὐτό. Δέν ὑποτιμῶ τό διαδίκτυο. Τό θεωρῶ σύμμαχό μας, μᾶς ἐξασφαλίζει ἀπεριόριστη πρόσβαση στά δεδομένα. Δέν τό θεωρῶ ὅμως καταλύτη, δέν δίνει κίνηση στήν ἱστορία. Πεθαίνει ἡ σκέψη γιατί δέν καταφέραμε νά νικήσουμε τήν ταχύτητα, τό μεγάλο πλεονέκτημα τοῦ διαδικτύου. Ἡ ταχύτητα ἔχει τήν δύναμη τῆς ἀμεσότητας ἀλλά ἀκυρώνει τήν ἱεράρχηση τῶν θεμάτων καί καταργεῖ τήν ἐμβάθυνση. Ἡ ταχύτητα εὐνοεῖ τήν ἐπιφάνεια, εἶναι φίλος τῆς ρηχῆς προσέγγισης. Οἱ εἰδήσεις τρέχουν ταχύτατα μπροστά μας, μέ τήν ἴδια ταχύτητα πού περνοῦν κατά δεκάδες τά φανάρια μιᾶς μεγάλης λεωφόρου τά αὐτοκίνητα. Πῶς νά ξεχωρίσεις τό σημαντικό καί πῶς τό ἀσήμαντο γιά τήν ζωή σου, ὅταν ὅλα τά αὐτοκίνητα, τζάγκουαρ καί τσίνκουετσεντο μοιάζουν ἴδια; Ὅταν ἡ ροή εἰδήσεων τά φέρνει ἔτσι, ὥστε τήν μιά στιγμή νά περνᾶ τό φανάρι τῆς εἰδησεογραφίας τό βίντεο μέ τίς δηλώσεις τῆς ἐρωμένης τοῦ Τράμπ γιά τό πόσο χαρισματικός εἶναι ἤ δέν εἶναι στόν ἔρωτα καί στό ἑπόμενο δευτερόλεπτο νά περνᾶ τό φανάρι ἡ εἴδηση γιά τήν αὔξηση τοῦ ἐπιτοκίου τῶν ἰταλικῶν ὁμολόγων; Μπορεῖς νά καταλάβεις τόν κίνδυνο γιά τήν τσέπη σου μεταξύ ἐρωτικῶν ἐξομολογήσεων μιᾶς στάρ καί τῶν ἀντιδράσεων τοῦ Λευκοῦ Οἴκου; Ἔχεις μυαλό ἤ ζαλίζεσαι;

Στήν παλιά ἐποχή, τήν εὐθύνη αὐτή, νά ἀποφασίζουμε, νά ἱεραρχοῦμε, νά ὑποδεικνύουμε τί εἶναι σημαντικό γιά τήν ζωή τοῦ ἀναγνώστη μας καί τί εἶναι μονόστηλο τήν εἴχαμε ἐμεῖς. Τήν χάσαμε αὐτή τήν εὐθύνη. Καί τό ὡραῖο εἶναι ὅτι στή νέα ἐποχή δέν τήν ἀναλαμβάνει κανείς. Ὡστόσο, ἀγαπητοί φίλοι, αὐτό θεωρῶ ἐγώ ὅτι εἶναι δημοσιογραφία. Νά συλλαμβάνεις τό ὑπόγειο ρεῦμα πρίν γίνει τάση. Νά βγαίνεις μπροστά. Νά ἀνοίγεις δρόμους. Νά ἔχεις ἀπόψεις πού καῖνε σάν τήν σιγανή φωτιά. Νά δίνεις φωνή στίς παροῦσες μειοψηφίες πού θά γίνουν αὐριανές πλειοψηφίες. Νά μπορεῖς νά ἑνώσεις τά πολλά μικρά ὄνειρα τῶν ἀναγνωστῶν σου σέ ἕνα μεγάλο, πού νά τούς χωρᾶ ὅλους. Δημοσιογραφία, πλέον, δέν εἶναι νά λές τά νέα. Τά νέα τά ξέρουν ὅλοι. Ἐμεῖς, στήν Ἑλλάδα, τί κάνουμε σήμερα; Οἱ ἐφημερίδες ἀποτυπώνουν στίς πρῶτες σελίδες ὅ, τι εἶδε ὁ κόσμος τό περασμένο βράδυ στίς εἰδήσεις ἤ καί στό διαδίκτυο. Καί ζητᾶμε καί ἕνα εὐρώ γιά τήν ἀντιγραφή. Πῶς νά μήν πεθάνει τό χαρτί ἔτσι;

Ἐσκεμμένα σᾶς μίλησα διά μακρόν γιά τίς δικές μας εὐθύνες, διότι σπανίως τό κάνουμε. Ὡστόσο, ἐκτός ἀπό τό ἐρώτημα ποιός μπορεῖ νά εἶναι δημοσιογράφος σήμερα, ὑπάρχει καί ἕνα ἀκόμη, τό ὁποῖο ἡ πολιτεία δέν ἔχει ἀπαντήσει ἀκόμη πειστικά. Ποιός μπορεῖ νά εἶναι ἐκδότης καί ποιό τό εὖρος τῆς ἐξουσίας του στόν δημόσιο βίο; Στήν πατρίδα μας ζήσαμε μία μεγάλη παρεξήγηση τήν προηγούμενη εἰκοσαετία: ἐκδότης καί μηντιάρχης μποροῦσε νά εἶναι κάποιος ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά εἶχε ἐπιχειρήσεις πού εἶχαν ἕναν καί μεγάλο μοναδικό πελάτη, τό κράτος. Ἐκδότης καί μηντιάρχης ἦταν, ἐπίσης, ἐκεῖνος πού δέν ἔβαζε λεφτά στήν ἐπιχείρησή του, ἀλλά τά δανειζόταν ἀπό τίς οἰκονομίες τῶν Ἑλλήνων στίς τράπεζες, χωρίς πρόθεση νά τά ἐπιστρέψει. Καί, βεβαίως, ἐκδότης καί μηντιάρχης ἦταν ἐκεῖνος πού μποροῦσε νά μπαίνει στήν ἕδρα τῆς κυβέρνησης στό Μέγαρο Μαξίμου, καί ὄχι νά συζητᾶ μέ τόν πρωθυπουργό ἀλλά νά κάθεται στήν καρέκλα τοῦ πρωθυπουργοῦ. Αὐτό ἦταν τό ὑπόδειγμα: δέν εἴχαμε νά κάνουμε μέ λειτουργούς τῆς ἐνημέρωσης ἀλλά μέ συγκυβερνῆτες. Συγκυβερνῆτες χωρίς λαϊκή ἐξουσιοδότηση. Συγκυβερνῆτες οἱ ὁποῖοι ὑποστήριξαν μετά πάθους, ἴσως καί μέ τό ἀζημίωτο, ὅλες τίς μεγάλες ἀποφάσεις πού ὁδήγησαν τήν χώρα στήν χρεοκοπία. Στήν πραγματικότητα, ὁρισμένα μέσα δέν ἦταν μέσα ἐνημέρωσης ἀλλά σκιώδη πολιτικά κόμματα καί σκιώδεις κυβερνήσεις, πού διόριζαν πρωθυπουργούς, ὑπουργούς, βουλευτές. Ἐνῶ χρέος μας εἶναι νά στεκόμαστε τουλάχιστον στήν μέση μεταξύ λαοῦ καί ἐξουσίας, ἐκεῖνα εἶχαν μετακομίσει ἀπέναντι καί εἶχαν ἀναλάβει καί τήν ἐξουσία, μέ τήν ἄδεια, μάλιστα, τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης.

Ἔτσι γίνομαι, βεβαίως, ὀλιγάρχης καί ἐγώ: Μέ πελάτη τό κράτος στίς ἐπιχειρήσεις μου, μέ δανεικά ἀπό τίς τράπεζες γιά τήν μισθοδοσία τῶν δημοσιογράφων μου καί μέ τήν ἐξουσία στά χέρια, ποιός τρελός λέει ὄχι; Boss. Τό ἀπόλυτο ἀφεντικό. Ἔτσι σφιχταγκαλιασμένη προχωροῦσε ἡ πολιτική, τά ΜΜΕ καί οἱ τράπεζες τόν καλό καιρό. Ὅταν, ὅμως, προέκυψε ἡ κρίση, ἡ μοῖρα τοῦ ἑνός ἔγινε ἡ μοῖρα ὅλων. Ὅποιος πτώχευε πρῶτος (Δημόσιο, τράπεζα, συγκροτήματα) συμπαρέσυρε τούς ἄλλους. Κάπως ἔτσι διαπράχθηκε ἡ ὕβρις. Τά διαπλεκόμενα Μέσα Ἐνημέρωσης καί ὁρισμένοι δημοσιογράφοι πού ἀπασχολοῦνταν σέ αὐτά ἐπιτέθηκαν στόν λαό. Ὑπεράσπισαν τράπεζες καί κυβερνήσεις καί ἀπαρνήθηκαν τόν λαό. Ἐκεῖ πάνω δημιουργήθηκε ἕνα σχίσμα, πού, μαζί μέ τά ὑπόλοιπα πού σᾶς περιέγραψα, ὁδήγησε στό διαζύγιο. Μᾶς βλέπουν σήμερα οἱ Ἕλληνες, ναί, ἀλλά δέν μᾶς ἀκοῦνε. Μᾶς διαβάζουν, ναί, ἀλλά δέν μᾶς λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν.

Δέν μπορῶ νά μήν ἀναγνωρίσω ὅτι ἡ νέα κυβέρνηση προσπάθησε νά ἐπιτύχει ἐκεῖ πού δέν τά κατάφερε ἡ κυβέρνηση Καραμανλῆ τό 2005, ὅταν ἡ ΕΕ τῆς ἀρνήθηκε νά βάλει ἀσυμβίβαστο μεταξύ ἰδιοκτήτη μέσου ΜΜΕ καί ἐργολάβου δημοσίων ἔργων ἤ προμηθευτῆ τοῦ Δημοσίου. Δέν μπορῶ νά ἀρνηθῶ ὅτι ὅλοι σχεδόν οἱ παλαιοί παῖκτες, μερικοί ἐκ τῶν ὁποίων ἔπαιξαν ρόλο στήν χρεοκοπία, τέθηκαν ἐκτός παιχνιδιοῦ. Ὡστόσο, γιά ἐμᾶς πού ἐργαζόμαστε στά μέσα ὑπάρχει ἕνα βασικό ἐρώτημα: Ποιοί τούς ἀντικατέστησαν; Φοβᾶμαι πώς κάποιοι πού δέν εἶναι καλύτεροι ἀπό τούς παλαιούς. Ἡ παροῦσα κυβέρνηση ἔχει μεγάλες εὐθύνες. Οἱ παλαιοί, τουλάχιστον, διεκδικοῦσαν τήν ἐξουσία στό παρασκήνιο. Δέν ἦταν ὑποψήφιοι οἱ ἴδιοι. Τό μοντέλο νά ἔχεις ποδοσφαιρική ὁμάδα καί ραδιόφωνο καί τηλεόραση καί ἐφημερίδα καί καράβια, καί νά θέλεις νά ἐκλέγεσαι καί δήμαρχος καί νομάρχης καί ἀρχηγός κόμματος τελικά, στόν Βορρᾶ καί τόν Νότο, στήν Ἀνατολή καί στήν Δύση, μόνο στήν Ἑλλάδα συμβαίνει. Οὔτε ὁ Μπερλουσκόνι δέν τά ἔκανε αὐτά! Καί, βεβαίως, παρατηρεῖται καί κάτι ἄλλο: Οἱ παῖκτες, ἀντί νά αὐξάνονται, μειώνονται. Ἀπό τήν διαπλοκή τῶν τεσσάρων-πέντε πᾶμε ταχέως στήν διαπλοκή τῶν δύο-τριῶν, γιά νά μήν πῶ ὅτι στόν ὁρίζοντα –μετά μία πενταετία– προβάλλει ἡ διαπλοκή τοῦ ἑνός. Ἡ ὑπερσυγκέντρωση ἐξουσίας σέ ἕνα μόνο πρόσωπο. Αὐτή εἶναι ἡ μετάφραση τοῦ συνθήματος “ξεμπερδεύουμε” μέ τό παλαιό; Τό μονοπώλιο τοῦ ἑνός;

Τούτων δοθέντων διερωτῶμαι: Πόσος χῶρος ὑπάρχει γιά δημοσιογραφία, ὅταν ἐκεῖ πού κάποτε συγκρούονταν τζάκια σήμερα συγκρούονται πειρατές; Πειρατές πού δέν ἔχουν κανένα συναισθηματικό δεσμό μέ τήν Ἐνημέρωση καί τούς ἀνθρώπους της καί εἶναι ἀνά πᾶσα στιγμή ἕτοιμοι νά τήν πετάξουν “σαβούρα” στήν θάλασσα; Τουλάχιστον, ἡ παλαιά διαπλοκή ἤξερε γιατί εἶναι στήν ἐνημέρωση. Εἶχε καί λίγο συναίσθημα γιά τά μέσα καί τούς ἀνθρώπους τους. Ὅπως ἔλεγε καί ἕνας διάσημος σπόρτ κάστερ, “δεν περιγράφω ἄλλο”. Δέν μᾶς ἀξίζει νά περιγράφουμε ἄλλο. Μᾶς ἀξίζει ἕνα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο –τό Σύνταγμα ἰδανικά πού προβλέπει τήν ἔκδοση ἐκτελεστικοῦ νόμου– ὥστε ὅποιος διεκδικεῖ νά γίνει ἐκδότης ἤ μηντιάρχης νά ἔχει ἕνα πτυχίο, νά ἀγαπᾶ τόν ἑλληνικό πολιτισμό καί τά ἑλληνικά γράμματα καί νά ἔχει καθαρό ποινικό μητρῶο. Καί ἄν γίνεται νά ἀγαπᾶ καί νά ἐμπιστεύεται τούς ἀνθρώπους τῶν ΜΜΕ –ἔχω ζήσει ἀπό κοντά πολλούς πού ἀπέτυχαν ἐπειδή δέν μᾶς ἄκουσαν– τόσο τό καλύτερο. Τό ξέρω, κάποιοι ἀπό ἐσᾶς, μέσα σας, ἤδη μέ λέτε ρομαντικό. Ἀλλά, ἄς ρωτήσουμε καί πάλι τούς ἑαυτούς μας, μέσα μας: Πότε ὁ χῶρος μας πῆγε μπροστά μόνο μέ τούς λογικούς;»

Κεντρικό θέμα