ΘΛΙΒΕΡΑ ΠΟΡΤΟΦΟΛΙΑ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 21 Ἰουνίου 1919

Ἔχουν καιρόν ν’ ἀκουσθοῦν τά πορτοφόλια τῶν ἕξ, τῶν ὀκτώ, τῶν δεκαοκτώ χιλιάδων δραχμῶν! Ἐννοῶ τά ἐπικά ἐκεῖνα πορτοφόλια, τῶν ὁποίων τά αἰφνίδια πτερυγίσματα ἀνέφεραν κάθε τόσον ἐσχάτως αἱ ἐφημερίδες. Τουλάχιστον εἶνε καιρός τώρα, ποῦ δέν γίνεται λόγος περί τῶν ὡραίων καί χαρωπῶν αὐτῶν πτήσεων, αἱ ὁποῖαι διέχυναν ἕνα εἶδος ἐλπίδος καί αἰσιοδοξίας εἰς τόν ἀέρα.

Ἀντί αὐτῶν, ἄλλα πορτοφόλια τώρα, θλιβερά αὐτά, περίλυπα ὡς δυστυχισμέναι ὑπάρξεις, ἀποστάζοντα μελαγχολίαν, ὁμιλοῦντα δι’ ὅλα τά πένθιμα πράγματα τοῦ κόσμου, ἀπαυδήσαντα νά ἐλπίζουν, ἀηδιάσαντα νά ζοῦν, προβαίνουν εἰς ἀπονενοημένα διαβήματα. Καί τά πατεῖ κανείς, ἐν ᾧ βαδίζει εἰς τόν δρόμον του, καί κάθεται ἐπάνω τους, ἐν ᾧ πηγαίνει νά καταλάβῃ τήν θέσιν του εἰς τό τράμ ἤ τόν σιδηρόδρομον. Ἀπό ποῦ ἔρχονται, ποῦ πηγαίνουν, τί ζητοῦν; Ποῖος κακός ἄνεμος τά σύρει; Ἄδηλον!…

Δύο ἀπ’ αὐτά μοῦ ἐπέδειξαν, ἐντός μιᾶς ἡμέρας, οἱ τυχεροί, ποῦ τά εὑρῆκαν καί τά περισυνέλεξαν. Τό ἕνα τό εὑρῆκεν ἕνας συνάδελφος πεταγμένον εἰς μίαν γωνίαν τοῦ τράμ, ἐν ᾧ ἀνέβαινε μέ τήν σύζυγόν του ἀπό τό Φάληρον. Ἦτον ἕνα γυναικεῖον πορτοφόλι, μικρόν σχετικῶς, ἀλλά ἐξωγκωμένον κατά τρόπον ὑποσχόμενον πολλά. Ὁ σύζυγος τό ὑπέδειξε μ’ ἕνα βλέμμα εἰς τήν γυναῖκά του. Ἐκείνη, μέ ἄλλο βλέμμα, τοῦ ἔδωκε ν’ ἐννοήσῃ ὅτι δέν πρέπει νά βιάζεται πολύ καί ὅτι πρέπει νά περιμένῃ τήν εὔθετον στιγμήν. Τό ζεῦγος συνεννοήθη τελείως περί τοῦ πρακτέου καί ἀμφότεροι ἐφρόντισαν, μέ μίαν κατάλληλον τοποθέτησιν τῶν ποδῶν, νά προκαλύψουν τόν θησαυρόν ἀπό τά βάσκανα βλέμματα. Εἰς μίαν στάσιν, ὅπου οἱ ἐπιβάται ἔσπευδαν πρός τήν ἔξοδον, ἡ σύζυγος ἔδωκε τό σῆμα τῆς ἐνεργείας εἰς τόν ἄνδρα της. Ἡ στιγμή ἦτο κατάλληλος: Ἐκεῖνος ἔσκυψεν, ἀνέσυρε τό πορτοφόλι ἀπαθῶς, τό ἐτοποθέτησεν εἰς τήν τσέπην του καί ἐξηκολούθησε μίαν ἀνύπαρκτον συζήτησιν, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἡ ψηλάφισις, τήν ὁποίαν ἐνεργοῦσεν εἰς τό βάθος τῆς τσέπης του, τοῦ ἔδιδε μίαν διάγνωσιν ἐξαιρετικῶς εὐχάριστον. Ἐκείνη τόν ἐκύτταζεν εἰς τά μάτια, ὅπως ποτέ σύζυγος δέν ἐκύτταζε τόν ἐκλεκτόν της. Ἐζητοῦσε νά μαντεύσῃ τήν ἐντύπωσιν τῆς ἁφῆς του. Ἀμφότεροι εἶχαν γείνῃ νευρικοί εἰς τό ἔπακρον ὡς ζεῦγος νεονύμφων μεταβαῖνον ἀπό τόν ναόν εἰς τήν παστάδα.

Δέν θέλω νά περιγράψω τήν σκηνήν τῶν τραγικῶν ἀποκαλυπτηρίων. Ἀρκοῦμαι ν’ ἀναφέρω ὅτι ὁ τυχερός μοῦ ἐπέδειξε χθές τό εὕρημά του. Τό περιεχόμενόν του ἦτο τό ἑξῆς: Ἕνα μαντηλάκι ἀπελπιστικῶς ἀρωματισμένον, μία κάρτα κυρίου μέ τρυφερωτάτας φράσεις ἐρωτικοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, ἕνα μικροσκοπικόν μπουκαλάκι μέ ἄρωμα ἀγνώστου μάρκας ἱκανόν ν’ ἀνατινάξῃ ὑπόνομον καί κἄποιο χαρτάκι περιέχον ἕνα τριγωνικόν φυλαχτό, ἕνα κομμάτι λευκόν κερί καί ἕνα ράκος ἀπό δίχτυ. Τά τελευταῖα αὐτά εἴδη ἀνῆκαν προφανῶς εἰς τήν λευκήν ἤ τήν μαύρην μαγείαν καί εἶχαν, χωρίς ἄλλο, ἄμεσον σχέσιν μέ τήν ἐπιστολήν τοῦ ἐρωτικοῦ χωρισμοῦ. Ἐλησμόνησα νά προσθέσω ὅτι μέσα εἰς ὅλον αὐτό τό ἀνεμογκάστρι, «μετά συγχωρήσεως», ὑπῆρχε καί μία ἰσχνή πραγματικότης. Ὑπῆρχε μία τσαλακωμένη δραχμή. Μία μόνον!

Καί ἐκλαύσαμεν καί οἱ δύο ἐπάνω εἰς ὅλην αὐτήν τήν δυστυχίαν. Τό ἄλλο δέν περιεῖχεν οὔτε τήν ἰσχνήν αὐτήν πραγματικότητα. Ἦτο ἀνδρική πορτοφόλα τεραστίων διαστάσεων καί ἐπισημοτάτου ὄγκου, περιέχουσα ἀποκλειστικῶς χειρόγραφα. Ὁ τυχερός τήν εὑρῆκεν εἰς τήν ὁδόν Πατησίων, ἐπιστρέφων ἀργά τήν νύκτα ἀπό φιλικήν συναναστροφήν. Τήν μετέφερε καί αὐτός εὐλαβῶς καί διά λοξοδρομιῶν εἰς τό σπίτι του, τήν ἄνοιξε καί εὑρέθη πρό ὁλοκλήρου Ροδίνης Βίβλου ἐρωτικῶν ἐπιστολῶν.

-Σ’ ἐσκέφθηκα ἀμέσως! μοῦ εἶπεν, ὅταν ᾖλθε πρός συνάντησίν μου.

-Εὐχαριστῶ! τοῦ εἶπα. Ἀλλά διατί μ’ ἐσκέφθηκες, παρακαλῶ;

-Ἐσυλλογίσθηκα ὅτι ἀπό τάς ἐπιστολάς αὐτάς μπορεῖς νά βγάλῃς ἕνα θαυμάσιον χρονογράφημα.

Καί μοῦ ἔτεινε τά χειρόγραφα. Ἀλλοίμονον! Τί ἠμπορεῖ νά ἐμπνεύσῃ εἰς ἕνα δυστυχισμένον χρονογράφημα μία ἐρωτική ἐπιστολή; Εἶνε τό ἀθλιώτερον φιλολογικόν εἶδος, εἰς τό ὁποῖον ἀπέτυχαν οἰκτρῶς καί οἱ μεγαλείτεροι συγγραφεῖς ἀμφοτέρων τῶν φύλων. Τί νά προσθέσῃ μία πτωχή κόρη, ἡ ὁποία ἐπιμένει νά εἶνε «πιστή μέχρι τάφου» καί νά ὑπογράφῃ μέ «τρέμουσαν χεῖρα»;

Αὐτά εἶνε τά θλιβερά ἔκθετα πορτοφόλια τῆς ἡμέρας, τά ἀποστάζοντα μελαγχολίαν. Τά πορτοφόλια τῶν ἕξ, τῶν ὀκτώ καί τῶν δεκαοκτώ χιλιάδων δέν ἀκούονται πλέον. Αὐτά δέν περιέχουν οὔτε ἐρωτικάς ἐπιστολάς, οὔτε φυλαχτά, οὔτε μάγια. Περιέχουν χιλιόδραχμα. Καί ἕνα χιλιόδραχμον εἶνε ταυτοχρόνως, ὡς γνωστόν, ἐρωτική ἐπιστολή, φυλαχτό καί κοκκαλάκι τῆς νυκτερίδας.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Γιατί ἡ Ἑλλάς δέν καταγγέλλει τήν παραβίαση τῆς Διακηρύξεως τῶν Ἀθηνῶν;

Εφημερίς Εστία
Ὁ Ἐρντογάν τήν παρεβίασε δύο φορές: Μέ τίς προκλητικές δηλώσεις γιά τήν κατάληψη τῆς ἐλεύθερης Κύπρου καί μέ τό βέτο πού θέτει στήν ἄσκηση τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας μας στίς Ἀνατολικές Κυκλάδες – Θά νομιμοποιήσουμε διά τοῦ διαλόγου τίς γκρίζες ζῶνες;

Ροῦχα μαζί πού πλύθηκαν

Μανώλης Κοττάκης
ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΠΟΛΥ νά πάρω στά σοβαρά τόν Πρόεδρο τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, κύριο Κασσελάκη, ἀλλά λυπᾶμαι. Δέν δύναμαι.

«Θαῦμα» Κασσελάκη: Διέγραψε τόν Παπανώτα

Εφημερίς Εστία
ΣΤΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ τῶν ὑποψήφιων εὐρωβουλευτῶν τοῦ ΣΥΡΙΖΑ κ.κ. Σοφίας Μπεκατώρου καί Δώρας Τσαμπάζη, ὅπως καί τοῦ ὑπουργοῦ Ὑγείας κ. Ἄδωνι Γεωργιάδη, ὑπέκυψε ὁ κ. Στέφανος Κασσελάκης.

Στόν Ὑμηττό, στόν Ἰλισσό καί στόν ὑπέροχο Μᾶνο

Δημήτρης Καπράνος
Κι ἔχει ἀνάψει ἡ κουβέντα περί μουσικῆς κι ἔχουμε φθάσει στό κεφάλαιο «Μᾶνος Χατζιδάκις».

Σάββατον, 18 Ἀπριλίου 1964

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΕΜΠΕΛΗΔΩΝ ΕΟΡΤΗ!